Σαν σήμερα: Η Ελληνική Αστυνομία «ακουμπά» τη «17 Νοέμβρη», αλλά τελικά τη χάνει
Σαν σήμερα, το 1992, η Ελληνική Αστυνομία έφτασε πιο κοντά από ποτέ στη 17 Νοέμβρη που κατάφερε να ξεφύγει!Σαν σήμερα, το 1992, η Ελληνική Αστυνομία έφτασε πιο κοντά από ποτέ στη 17 Νοέμβρη που κατάφερε να ξεφύγει!
Σαν σήμερα: Ήταν 23 Μαρτίου του 1992 όταν η Ελληνική Αστυνομία έφτασε μια ανάσα από τη 17 Νοέμβρη. Τότε όμως, οι τρομοκράτες κατάφεραν να ξεφύγουν.
Σαν σήμερα, στις 08.00 το πρωί, μια ομάδα τεσσάρων ανδρών των ΕΚΑΜ παρακολουθούν τις κινήσεις ύποπτου βαν, το οποίο έχει εμφανιστεί τρεις φορές μέσα στην ίδια εβδομάδα στο ίδιο σημείο. Οι αστυνομικοί δεν αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για μέλη της 17Ν, οι οποίοι έκαναν «πρόβα» χτυπήματος. Ώσπου να αντιδράσουν, οι ύποπτοι είχαν εξαφανιστεί.
Το θέμα «κρύφτηκε» τότε για περισσότερο από έναν μήνα από την Αστυνομία και όταν τελικά το «φιάσκο» αποκαλύφθηκε, υπήρξαν εκτιμήσεις στελεχών της Αστυνομίας «για μια πολύ καλά οργανωμένη ενέδρα».
Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Θόδωρος Αναγνωστόπουλος, παραδέχθηκε σε μια συνέντευξη Τύπου ότι η «μονάδα των ΕΚΑΜ που πήρε μέρος στην επιχείρηση δεν έκανε καλά τη δουλειά της.
Ο πρώην αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ., Στέφανος Μακρής, καταθέτει, στις 27 Μαρτίου του 1992, για την υπόθεση της Λουίζης Ριανκούρ
Ο κ. Μακρής ο οποίος διατέλεσε αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. από το Μάρτιο του 1992 έως το Μάρτιο του 1993, δέχθηκε καταιγισμό ερωτήσεων από την έδρα όταν κατέθεσε ότι η γυναίκα που τους έδωσε την πληροφορία για τη Λουίζης Ριανκούρ, Μαρία Τσιντέρη, εισέπραξε το ποσό των 13 εκατομμυρίων δραχμών, χωρίς οι αστυνομικές αρχές να μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν.
Ο εισαγγελέας, Βασίλης Μαρκής, έκανε λόγο για δεύτερο φιάσκο.
«Άκουγα για φιάσκο της Ριανκούρ, τώρα διαπιστώνω ότι υπάρχει και δεύτερο φιάσκο. Ο άνθρωπος που έδινε πληροφορίες πήρε χρήματα με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στις απαγωγές και δεν την εντοπίσατε», υποστήριξε.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Μιχάλης Μαργαρίτης, εξέφρασε την απορία για τον τρόπο δράσης της αστυνομίας τότε.
Ρώτησε τον μάρτυρα αν υπήρξαν εξωτερικές παρεμβάσεις που δεν τους άφησαν να κάνουν τη δουλειά τους.
Ο μάρτυρας αρνήθηκε και στη συνέχεια ο κ. Μαργαρίτης ζήτησε την εκτίμηση του εάν είναι φυσιολογική αυτή η συμπεριφορά της αστυνομίας.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου συνέχισε λέγοντας: «Απορώ με τον τρόπο που δουλέψατε και αφήνει και σε μένα πολλά ερωτηματικά».
Η «Μαρία της Ριανκούρ»
Στην κατάθεσή του ο κ. Μακρής ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1992 δέχθηκε τηλεφώνημα από μια γυναίκα, η οποία του είπε ότι ετοιμαζόταν από τη «17 Νοέμβρη» χτύπημα εναντίον δικαστικού λειτουργού στις 27 Μαρτίου και πως, αν αποτύχει η επιχείρηση, τα μέλη της οργάνωσης θα συγκεντρωθούν στη οδό Λουίζης Ριανκούρ.
Ο κ. Μακρής υποστήριξε πως ενημερώθηκε τότε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και οργανώθηκε μία επιχείρηση, η οποία όμως απέτυχε.
Σύμφωνα με την κατάθεσή του, στο σημείο που είχε αναφερθεί, εμφανίστηκε ένα κίτρινο φορτηγάκι απ’ όπου κατέβηκαν δύο άτομα, από τους οποίους ο ένας φορούσε περούκα.
Μέσα στο φορτηγάκι βρέθηκε, σύμφωνα με τον κ. Μακρή, ένα περίστροφο από αυτά, που είχε κλέψει η «17 Νοέμβρη» από το αστυνομικό τμήμα Βύρωνα.
Ακολούθησε, όπως είπε ο μάρτυρας, επιχείρηση για τον εντοπισμό των δραστών, οι οποίοι μόλις έφυγαν με το φορτηγάκι, χωρίς όμως επιτυχία.
«Ήταν η πρώτη φορά, που μπορέσαμε να έχουμε μία πληροφορία για τη ’17 Νοέμβρη’, αλλά έμεινε αναξιοποίητη. Υπάρχουν ευθύνες οι οποίες καταλογίστηκαν», είπε ο κ. Μακρής, προσθέτοντας ότι, όπως πληροφορήθηκε, η γυναίκα αυτή ονομάζεται Μαρία Τσιντέρη, εργαζόταν σε μικροβιολογικό εργαστήριο και ο σύζυγός της ήταν αξιωματικός. Η Μαρία Τσιντέρη η οποία είχε δώσει προανακριτικές καταθέσεις αρνείται κάθε ανάμειξη στην υπόθεση.
«Αστυνομικό κύκλωμα έστησε την ιστορία»
Την άποψη, ότι κύκλωμα αστυνομικών εκμεταλλεύτηκε την υπόθεση της Λουΐζης Ριανκούρ, με σκοπό να οικειοποιηθεί χρηματικά ποσά εξέφρασε στο δικαστήριο ο Σάββας Ξηρός, ο οποίος παραδέχθηκε ότι ήταν παρών στα γεγονότα.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του πρώην υπαρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. κ. Μιχάλη Νηστικάκη, ότι την Παρασκευή 27 Μαρτίου 1992, στην οδό Λουίζης Ριανκούρ, υπήρχε μόνον ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας και ότι όλη η περιοχή είχε ελεγχθεί από τα μέλη της οργάνωσης χωρίς να έχει εντοπιστεί καμία άλλη κίνηση της αστυνομίας.
Όπως είπε ο Σάββας Ξηρός στις 28 Μαρτίου στο επίμαχο σημείο υπήρχαν μόνο δυο αστυνομικοί που παρακολουθούσαν το φορτηγάκι που εγκατέλειψε η οργάνωση την προηγούμενη μέρα και την Κυριακή 29 Μαρτίου το απόγευμα οι αστυνομικοί βρήκαν μέσα στο φορτηγάκι ένα όπλο από αυτά που είχε ληστέψει η «17 Νοέμβρη» από το αστυνομικό τμήμα Βύρωνα.
«Αυτό που περιέγραψε ο κ. Μακρής -είπε ο Σάββας Ξηρός- η κοσμοσυρροή δηλαδή ήταν πλέον τη Δευτέρα 30 Μαρτίου. Έστησαν την ιστορία τη Δευτέρα, σαν εμποροπανήγυρη ήταν. Αυτό αποδεικνύει ότι το κύκλωμα δεν φτιάχτηκε τότε, προϋπήρχε και εκμεταλλεύτηκε την υπόθεση για να βγάλει περισσότερα λεφτά».
Το δικαστήριο κάνοντας δεκτό σχετικό αίτημα του συνηγόρου πολιτικής αγωγής κ. Γιώργου Μαύρου διέταξε την κλήτευση του αστυνομικού Βασίλη Γκιώνη ο οποίος παρακολουθούσε την Λουΐζης Ριανκούρ το επίμαχο χρονικό διάστημα αλλά και του τότε επικεφαλής των ΕΚΑΜ κ. Μιχάλη Μαυρουλέα.
Επίσης, το δικαστήριο έκανε δεκτό αίτημα των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης για την κλήτευση της Μαρίας Τσιντέρη η οποία, σύμφωνα με τις καταθέσεις πρώην υψηλόβαθμών στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. φέρεται ότι ήταν η πληροφοριοδότης στην υπόθεση της Ριανκούρ.