
Η λέξη «κοκορέτσι» ακούγεται τόσο χαρακτηριστική που μοιάζει να έχει ελληνική προέλευση, όμως η ρίζα της φτάνει μακρύτερα. Το κοκορέτσι, πέρα από ένα λαχταριστό έδεσμα της ελληνικής παράδοσης, έχει ένα όνομα που φαίνεται να προέρχεται από τα βαλκανικά και τα τουρκικά. Ο όρος συνδέεται με την τουρκική λέξη “kokoreç”, η οποία χρησιμοποιείται για ένα παρόμοιο πιάτο με έντερα και εντόσθια τυλιγμένα γύρω από μια σούβλα. Ωστόσο, η ίδια η πρακτική του να ψήνονται εντόσθια με αυτόν τον τρόπο είναι πολύ παλαιότερη και απαντάται σε διάφορους λαούς της Μεσογείου και της Ανατολής.
Η ρίζα της λέξης πιθανότατα συνδέεται με την έννοια της κυκλικής κίνησης και της σπειροειδούς μορφής του φαγητού. Το «kokoreç» στα τουρκικά περιγράφει ακριβώς αυτή τη στροβιλιστή περιτύλιξη των εντέρων γύρω από τα εντόσθια, ενώ η βαλκανική διάδοση του όρου φαίνεται να το έκανε πιο οικείο και στην ελληνική γλώσσα. Παρά την ξένη γλωσσική προέλευση, το κοκορέτσι στην Ελλάδα απέκτησε τη δική του ταυτότητα, ξεπερνώντας τις γλωσσικές ρίζες του και ενσωματώνοντας το φαγητό στη λαϊκή και παραδοσιακή κουλτούρα.
Παρόμοιες λέξεις και τεχνικές μαγειρέματος συναντώνται και σε άλλες περιοχές, όπως στην Ιταλία και στα Βαλκάνια, όπου υπάρχουν φαγητά που θυμίζουν το κοκορέτσι τόσο στη μορφή όσο και στον τρόπο παρασκευής. Στην Ελλάδα, όμως, συνδέθηκε ιδιαίτερα με το Πάσχα και τις παραδοσιακές γιορτές, όπου η σούβλα και η φωτιά έχουν πάντα έναν τελετουργικό χαρακτήρα. Έτσι, η λέξη «κοκορέτσι» έμεινε στη γλώσσα και στη συνείδηση του κόσμου, όχι μόνο ως όνομα ενός πιάτου, αλλά ως σύμβολο γιορτής και καλής παρέας.