Ιάκωβος Τσούνης: «Έφυγε» ένας μεγάλος ευεργέτης που αγάπησε την Ελλάδα αθόρυβα και σεμνά. Με στρατιωτικές τιμές η εξόδιος ακολουθία.
Με στρατιωτικές τιμές εν ενεργεία Υποστρατήγου τελέστηκε η εξόδιος ακολουθία του ευεργέτη – εφοπλιστή που ακούει στο όνομα Ιάκωβος Τσούνης.
Ο Ιάκωβος Τσούνης απεβίωσε σε ηλικία 97 ετών, ενώ νοσηλευόταν από τις 18 Μαρτίου στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Ήταν ο εφοπλιστής που δώρισε ολόκληρη την περιουσία του(23 εκατ. Ευρώ) στις Ένοπλες Δυνάμεις για να ενισχύσει το αξιόμαχο τους και έλαβε την απονομή του βαθμού του Υποστρατήγου επί τιμή.
«Ξυπόλυτος ξεκίνησα, ξυπόλυτος θέλω να πεθάνω», ήταν τα λόγια αυτού του μεγάλου ανδρός, όταν ρωτήθηκε γιατί προέβη σε αυτήν την εκπληκτική κίνηση.
Έτσι «ξυπόλυτος» άλλα αρχοντικός, μπήκε στο πάνθεον των μεγάλων ευεργετών της Ελλάδας, που το φωτεινό παράδειγμα τους, στέκει σαν φάρος στη τρικυμισμένη ιστορία της πατρίδας μας. Έλαβε περίοπτη θέση δίπλα στον Ζάππα, τον Αρσάκη, τον Βαρβάκη, τον Πάντο, τον Σίνα, τον Αβέρωφ, τον Τοσίτσα, τον Δρομοκαΐτη, τους Ζωσιμάδες, την Έλενα Βενιζέλου – Σκυλίτση, τους αδερφούς Ριζάρη, τον Ευγενίδη, τον Σιβιτανίδη, τον Συγγρό, τον Σισμάνογλου και τόσους άλλους.
Και έχει τεράστια αξία να καταλάβουμε πως όλοι αυτοί οι εθνικοί ευεργέτες δεν είναι απλά τυχαία ονόματα οδών ή αδιάφορες μορφές αδριαντών, άλλα ευπατρίδες που αποτέλεσαν λαμπρά παραδείγματα ανιδιοτέλειας και άφησαν το διαχρονικό αποτύπωμα τους δωρίζοντας περιουσίες ζωής.
Τα ευεργετήματα τους μεταφράστηκαν σε αιμοδότηση της οικονομίας, σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, σε διαγραφή υπέρογκων χρεών, σε ενίσχυση της Εθνικής Άμυνας, σε επιστημονικές έρευνες, σε συγκοινωνιακά έργα, σε εκκλησίες, σε νοσοκομεία, σε γηροκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια και σε χίλιες δύο άλλες αγαθοεργίες, που πολλές από αυτές εξυπηρετούν τον Ελληνικό λαό μέχρι και σήμερα.
Τρία χρόνια μετά την αγορά του πρώτου μικρού του πλοίου και πριν αποκτήσει το στόλο του, ο Ιάκωβος Τσούνης δώρισε το σημαντικό ποσό των 200.000 δολαρίων για την ίδρυση του Λύρειου Ιδρύματος στο Νέο Βουτζά. Παρά τις προτροπές της οικογένειας Λύρα να ονομαστεί Λύρειο και Τσούνειον Ιδρυμα, ο ίδιος το αρνήθηκε. «Μας εξήγησες ότι τα χρήματα που θα αποκτήσεις θα τα διαθέσεις για τον ανθρώπινο πόνο δίχως κοινωνικές προβολές, αλλά αθόρυβα και σεμνά όπως είπε ο Χριστός», του γράφει σε επιστολή ευχαριστίας τον Ιούλιο του 1963 ο καπετάν Μάρκος Λύρας.
Αυτή ήταν μία μόνο από τις πολυάριθμες (άλλα πάντα αθόρυβες) δωρεές που προσέφερε κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Ο Ιάκωβος Τσούνης ήταν το 13ο παιδί ενός δασάρχη και ήταν 16 ετών όταν οι δυνάμεις του Μουσολίνι κήρυξαν τον πόλεμο στην Ελλάδα μετά το «Όχι» του Μεταξά. Μέσα στη δίψα του να υπερασπιστεί τα Ελληνικά εδάφη, πλαστογράφησε την ταυτότητα του για να μπορέσει να καταταγεί στον Ελληνικό στρατό παρά το νεαρό της ηλικίας, πράγμα που και κατάφερε. Πολέμησε ηρωικά στο αλβανικό μέτωπο.
Εδώ κρύβεται και η μεγάλη διαφορά των ευεργετών από τους κοινούς χορηγούς που υπερτερούν κατά πολύ στις μέρες μας. Οι ευεργέτες αποφασίζουν τις φιλανθρωπικές «τρέλες» τους (γιατί περί τρέλας πρόκειται αν αναλογιστούμε το σύγχρονο κοσμικό φρόνημα όπου το χρήμα κυβερνά τους πάντες και τα πάντα) ορμώμενοι από ηθικές αξίες που έχουν χαραχτεί στις συνειδήσεις τους από το ίδιο τους το βίωμα.
Δεν περιμένουν κάποιο αντάλλαγμα για την προσφορά τους και στις πλείστες των περιπτώσεων δεν τους ενδιαφέρει καν η υστεροφημία τους.
Οι χορηγοί (συνήθως) χρησιμοποιούν τις όποιες ευεργεσίες τους ως εργαλεία δημόσιων σχέσεων, ως ισχυρούς μοχλούς άσκησης επιρροής και γενικότερα ως επιτηδευμένες κινήσεις της επιχειρηματικής τους στρατηγικής. Και τις χρησιμοποιούν όσο ακόμα μεσουρανούν στις καριέρες τους. Ουσιαστικά αντιμετωπίζουν την χορηγία σαν μια κερδοφόρα επένδυση.
Πολλοί από τους χορηγούς δεν έχουν καμία αληθινή επαφή με τα εθνικά ιδεώδη ή άλλες παναθρώπινες αξίες, λατρεύουν τη δημοσιότητα, σκανδαλίζουν τον απλό λαό με τις υπερπολυτελείς βίλες τους, τα πλωτά παλάτια τους, την παρεμβατικότητα τους στα παρασκήνια των δημόσιων δρώμενων και ακυρώνουν κάθε ευεργεσία τους λόγω της άκρατης επιδειξιομανίας τους.
Ο Ιάκωβος Τσούνης ήταν παιδί υπερπολύτεκνης οικογένειας. Ήξερε καλά τι θα πει φτώχεια. Ήξερε καλά τι σημαίνει να μοιράζεσαι ένα κομμάτι ψωμί. Ήξερε καλά τι σημαίνει πόλεμος και τι εστί το να απειλείται η εδαφική κυριαρχία της γης των προγόνων του.
Ήταν όλα χαραγμένα βαθιά μέσα του και τον ακολούθησαν μέχρι το 97ο έτος της ζωής του.
Ο πατέρας του, φτωχός άνθρωπος, είχε μια ολοκάθαρη ματιά για τα πλούτη και την ευτυχία.
Του είχε πει χαρακτηριστικά:
«Να μην ξεχάσεις την προέλευσή σου, να μάθεις να ντρέπεσαι και να θυμάσαι ότι τα λεφτά που έχεις δεν είναι δικά σου. Είναι γι’ αυτούς που δεν έχουν μία ασπιρίνη ή ένα ποτήρι νερό. Να τους βοηθάς αθορύβως και να μην περιμένεις ευχαριστίες αν θες να είσαι χαρούμενος».
Το μήλο κάτω από την μηλιά. Ένας πανάξιος πατέρας, έδωσε χρυσή πνευματική παρακαταθήκη στον μετέπειτα καταξιωμένο γιο του, με πέντε καθάριες κουβέντες που εμπεριέχουν όλο το πνεύμα του Ευαγγελίου.
Η συνέχεια είναι γνωστή και κομμάτι της φωτεινής πλευράς της Ελληνικής Ιστορίας.
Αιωνία του η μνήμη.