Όπως όλοι σας, λόγω και της γενικευμένης καραντίνας, επικοινωνώ καθημερινά με πολλούς, συγγενείς, φίλους, συνεργάτες. Διαφορετικές οι προσεγγίσεις, ανάλογα με την οπτική του καθενός. Πολλοί δοκιμάζουν πλέον τα όρια των ψυχικών αλλά και οικονομικών αντοχών τους.
Σε ορισμένους η αναγκαστική συγκατοίκηση με τα μέλη της ίδιας της οικογένειάς τους φαντάζει σαν μια ιδιότυπη φυλακή – «αυτό το διάστημα περπάτησα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, αφού δεν αντέχω τον άντρα μου», άκουσα μια μέρα στον δρόμο.
Μερικοί μοναχικοί εξακολουθούν να απολαμβάνουν την αυτονομία τους, ενώ άλλοι «φλερτάρουν» πλέον με την κατάθλιψη – «θα προτιμούσα να έχω παρέα, κι ας τσακωνόμουν όλη μέρα, όπως κάνουν οι διπλανοί, που τους ακούει όλη η πολυκατοικία», είπε μια γνωστή.
Αρκετούς βέβαια δεν τους ενοχλεί αφόρητα η επιβληθείσα κατάσταση, ή τουλάχιστον δεν τη θεωρούν μη διαχειρίσιμη, μάλιστα έχουν καθιερώσει μια ψευδοκανονικότητα στη ζωή τους – «δουλεύω απ’ το σπίτι πλέον και, επιπλέον, διαβάζω τα αγαπημένα μου βιβλία, που μόνο αν… έσπαγα το πόδι θα είχα χρόνο να το κάνω», μου έγραψε ένας παλιός συνάδελφος.
Τέλος, κάποιοι χαίρονται με τη νέα πραγματικότητα – «επιτέλους, τρώμε κάθε όλοι μαζί γύρω απ’ το τραπέζι, αλλά και δουλεύουμε πιο ανθρώπινα, αφού δεν έχουμε το άγχος της μετακίνησης», ήταν μια άλλη άποψη.
Αυτά αφορούσαν τις άλλες μέρες, που η καθεμία ήταν πανομοιότυπη με τις άλλες, μάλιστα οι περισσότεροι χάσαμε την αίσθηση του χρόνου με τον πολυήμερο εγκλεισμό στο σπίτι.
Τώρα όμως ήρθε το Πάσχα, οπότε είμαστε αντιμέτωποι με ένα ακόμη ψυχομετρικό τεστ, για το οποίο πιθανολογώ ότι οι αντιδράσεις είναι περίπου κοινές, αφού το… κοντέρ για τους περισσότερους κυμαίνεται από εσωστρέφεια και δυσθυμία έως ήπια μελαγχολία ή και κατάθλιψη…
«Ρε Βασίλη, τι δοκιμασία είναι κι αυτή που μας έτυχε! Αδιανόητο! Όχι μόνο να μη μπορούμε να πάμε στο χωριό μας για Πάσχα, αλλά ούτε καν σε εκκλησία ν’ ανάψουμε ένα κερί…», μου έλεγε από τηλεφώνου απογοητευμένος ένας καλός φίλος.
Αυθόρμητα αυτή η επικοινωνία μας μού επανέφερε στη μνήμη μια συζήτηση που είχα κάνει προ καιρού με έναν Βορειοηπειρώτη που πέρασε πολλά!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ιστοσελίδα maxitisartas.gr
Μαύρη ζωή…
Ένας ηλικιωμένος χρονομάρτυρας** αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο του παρόντος άρθρου. Γεννήθηκε το 1937 στη Βόρειο Ήπειρο και έφυγε οριστικά για την Ελλάδα το 1992, όταν πλέον «έπεσε» το ολοκληρωτικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και άνοιξαν τα σύνορα.
Ο συνομιλητής μου είναι ένας πραγματικός λεβεντάνθρωπος. Ευθύκορμος σαν κυπαρίσσι, φιλομαθής και καλλιεργημένος, ευσεβής, πρόσχαρος και ευγενής, εξαιρετικός συνομιλητής, χαίρεσαι να μιλάς με τις ώρες μαζί του.
Μου είχε εξιστορήσει παλαιότερα τα επώδυνα βιώματά του στη γειτονική χώρα. Έζησε πραγματικά μαύρη ζωή στη νεανική του ηλικία, όπως και όλοι οι Βορειοηπειρώτες, αλλά και οι πολίτες της Αλβανίας γενικότερα.
Σήμερα, όπως όλοι μας, καλείται κι αυτός να γιορτάσει αυστηρώς εντός της οικίας του τις ημέρες του Πάσχα… επί ποινή επιβολής βαρύτατου προστίμου!
Κάθε μέρα του χρόνου ήταν Σαρακοστή!
Οι νεότεροι κατά πάσα πιθανότητα δεν γνωρίζουν ότι, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό καθεστώς που ασκούσε την εξουσία στην Αλβανία (η οποία ανήκε στο ανατολικό μπλοκ, σοβιετικής επιρροής) απαγόρευε κάθε δημόσια θρησκευτική εκδήλωση στην επικράτεια της χώρας.
Η κατάσταση όμως επιδεινώθηκε δραματικά το 1967, όταν ο Ενβέρ Χότζα (γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος) ανακήρυξε την Αλβανία στο πρώτο αθεϊστικό κράτος παγκοσμίως, με αποτέλεσμα κάθε λατρευτική πράξη, δημόσια ή ιδιωτική, να τιμωρείται με πολυετή κάθειρξη.
Εκκλησίες και τζαμιά κατεδαφίστηκαν ή έγιναν αποθήκες και καταστήματα, μοναστήρια και μουσουλμανικοί τεκέδες (λατρευτικοί χώροι) έκλεισαν, ορθόδοξοι και καθολικοί κληρικοί αλλά και μουφτήδες αποσχηματίστηκαν, και πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν ή και εκτελέστηκαν.
Ο λόγος στον συνομιλητή μου, ο οποίος έζησε τα γεγονότα κυριολεκτικά… στο πετσί του:
«Απ’ τη στιγμή που καταργήθηκε η θρησκεία, δεν υπήρχε τίποτε σχετικό που να θυμίζει γιορτή. Ούτε Χαιρετισμοί, ούτε Μεγάλη Εβδομάδα, ούτε επιτάφιος, ούτε Ανάσταση!
Όλες οι μέρες ήταν ίδιες. Απ’ την κακοπέραση, η κατάσταση κάθε μέρα θύμιζε Μεγάλη Παρασκευή. Ακόμη και το Πάσχα!
Αλλά και σε ό,τι αφορά το φαγητό, κάθε μέρα του χρόνου ήταν Σαρακοστή. Δεν ξεχώριζε καμία μέρα απ’ την άλλη. Φτωχικά τρώγαμε κάθε μέρα. Συνήθως πατάτες, πιπεριές γεμιστές, φασόλια, φακές, πράσα…
Θυμήθηκα κάποιον Βορειοηπειρώτη, πατριώτη μου, που στη διάρκεια του Εμφυλίου ήταν στην Ελλάδα και γύρισε πίσω στην πατρίδα μας. Καταελεεινός είχε επιστρέψει στο χωριό. Τον είδε η μάνα του και τον ρώτησε με αγωνία:
-Μα τι τρώγατε κι αδυνάτισες τόσο;
-Ε… Τη μια μέρα τρώγαμε ρύζι, την άλλη πράσα, την άλλη πρασόρυζο, την άλλη ρυζόπρασο! Και την πέμπτη μέρα, πράσα, ρύζι, κι ό,τι έμενε το τρώγαμε! Έτσι περνούσε η βδομάδα…
Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, ήμουν παιδάκι. Τρώγαμε συνέχεια ρύζι, κάθε βράδυ από ένα πιάτο βραστό ρύζι, τίποτε άλλο! Ευτυχώς που το τρώγαμε με το κουτάλι, όχι με τα ξυλάκια, γιατί θα ήμασταν σαν τους Κινέζους!».
Ο ήχος της καμπάνας…
Λόγω των μέτρων που έχουν ληφθεί με στόχο τον περιορισμό εξάπλωσης της πανδημίας, φέτος ζούμε κάτι πρωτοφανές: αφενός επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα να εκκλησιαστούμε, αφετέρου επειδή δεν υπάρχει ούτε καν το χτύπημα της καμπάνας, τουλάχιστον για να ταξιδέψουμε νοερά στην ταπεινή εκκλησιά του χωριού μας.
Αφήνω τον σεβάσμιο ηλικιωμένο να μας μεταφέρει την αντίστοιχη εμπειρία του:
«Τα χωριά της Β. Ηπείρου που είναι κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, δηλαδή της Άνω Δερόπολης, ήταν κάπως πιο τυχερά γιατί μπορούσαν τουλάχιστον ν’ ακούσουν τον ήχο της καμπάνας απ’ τα χωριά των Ιωαννίνων, αλλά και να δουν έστω από μακριά τα φώτα της Ανάστασης.
Αλλά ο καθένας ό,τι έβλεπε κι άκουγε, το κρατούσε για τον εαυτό του! Δεν επιτρεπόταν να σχολιάσει για παράδειγμα ότι απόψε είναι η βραδιά της Ανάστασης. Έκαναν όλοι σαν να μη βλέπουν και να μην ακούνε…
Η συγκίνηση δύσκολα μπορούσε να κρυφτεί, αλλά το πέρασμα του χρόνου έκανε τους ανθρώπους σκληρούς. Ή μάλλον οι μεγαλύτεροι, που θυμούνταν την εποχή της θρησκευτικής ελευθερίας, έκρυβαν τα συναισθήματά τους, ενώ οι νεότεροι δεν ένιωθαν απολύτως τίποτε, γιατί δεν είχαν δει ποτέ λειτουργία, Ανάσταση… Δεν είχαν ιδέα, τους ήταν εντελώς άγνωστα αυτά…».
«Τις εικόνες μάς τις είχαν πάρει…»
Αλλά ούτε και η κατ’ οίκον προσευχή επιτρεπόταν. Η αφήγηση συνεχίζεται:
«Το 1967, οπότε κηρύχθηκε η αθεΐα στην Αλβανία, εκτός από το κλείσιμο των λατρευτικών χώρων, έπρεπε να εξαφανιστεί και οτιδήποτε θύμιζε θρησκεία.
Όργανα της Ασφάλειας περνούσαν από σπίτι σε σπίτι και μάζευαν τις εικόνες που είχαμε μέχρι τότε στα σπίτια. Εγώ τις είχα παραδώσει, γιατί φοβόμουν να τις κρατήσω.
Μπορεί καμιά γριά να είχε κρύψει μια εικόνα, την κρατούσαν τυλιγμένη με ρούχα μέσα σε κάνα σεντούκι. Τις γυναίκες, και μάλιστα τις ηλικιωμένες, δεν τις έλεγχαν εξονυχιστικά όπως έκαναν με τους άντρες. Αλλά κι αυτές τις εικόνες δεν τολμούσε κανείς να τις βγάλει για να τις προσκυνήσει, ούτε καν μπροστά στα μέλη της οικογένειάς του…
Κι αφού δεν υπήρχαν θρησκευτικά ημερολόγια, έπρεπε να θυμόμαστε πότε ήταν η κάθε γιορτή. Ξέραμε, για παράδειγμα, πότε είναι το Πάσχα, οπότε η επόμενη Κυριακή ήταν του Θωμά, σε πενήντα μέρες η Πεντηκοστή…
Αυτά τα θυμόμασταν εμείς οι μεγάλοι, που τα ‘χαμε μάθαμε από μικροί, όταν ακόμα ήταν η θρησκεία (ενν. θρησκευτική ελευθερία). Αλλά τα νέα παιδιά δεν είχαν ιδέα απ’ αυτά…».
Η κότα… γέννησε κόκκινα αυγά!
Αρχές δεκαετίας του 1980, ο συνομιλητής θυμάται τον φόβο με τον οποίο γιόρταζαν κρυφά το Πάσχα. Εμείς ξέρουμε τη χρυσοτόκο όρνιθα. Υπήρχε όμως και μια άλλη, πιο σπάνια…
«Στο σπίτι βάφαμε κόκκινα αυγά, αλλά πάντα φοβόμασταν μήπως κάποιο από τα μικρά παιδιά μας, λόγω αφέλειας, μας προδώσει και το μάθει η διαβόητη Σιγκουρίμι (Κρατική Ασφάλεια). Κάποτε η μητέρα μου είχε βάψει τα αυγά και τη ρώτησε ο γιος μου γιατί τα αυγά είναι κόκκινα. Κι αυτή τού είπε ότι… έτσι τα γέννησε η κότα, ήταν άρρωστη και το γέννησε κόκκινα τ’ αυγά. Το παιδί, φυσικά, το πίστεψε αυτό.
Τα τσόφλια δεν τα πετάζαμε (πετούσαμε) μαζί με τα υπόλοιπα σκουπίδια. Τα τύλιγα σε μια χαρτοπετσέτα και τα έριχνα μακριά, σε κάνα βάτο, για να μην πέσουν σε κάποιο μάτι (μην τα δει κάποιος). Αν τα έβλεπε κάποιος τα κόκκινα τσόφλια, σε μισή ώρα θα το μάθαινε ο Χότζας…».
Το αυτί… κολλημένο στο ράδιο
Αν μη τι άλλο, σήμερα, παρά τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν από τις κρατικές Αρχές, έχουμε τη δυνατότητα να δούμε και να ακούσουμε ό,τι θέλουμε. Ο συνομιλητής μου ανακαλεί στη μνήμη του πικρές εμπειρίες:
«Γενικά το εμπόριο είχε πολύ λίγα πράγματα, όλα τα μαγαζιά ήταν κρατικά.
Τηλεοράσεις κατασκεύαζαν και στην Αλβανία, ασπρόμαυρες εννοείται. Αν όμως κάποιος είχε ένα συγγενή στο εξωτερικό, μπορούσε αυτός να του στείλει μια συσκευή, αλλά ο φόρος που θα πλήρωνε στο τελωνείο της Αλβανίας ήταν τόσο υψηλός, που τελικά η τιμή θα έφτανε την τιμή της αγοράς κι ακόμα παραπάνω!
Όσο για την τηλεόραση, έπρεπε να βλέπεις μόνο τα αλβανικά κανάλια. Φτιάχναμε κεραίες ειδικές για να βλέπουμε Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, και βέβαια Ελλάδα, όσοι έμεναν στα χωριά που ήταν δίπλα στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Απαγορευόταν διά ροπάλου να δεις οποιοδήποτε άλλο κανάλι εκτός από τα αλβανικά. Και επειδή υποψιάζονταν ότι πολλοί βλέπουν ξένα κανάλια, οι κρατικές Αρχές έβαζαν παράσιτα στις άλλες συχνότητες, για να μην μπορούμε να δούμε.
Ήταν και το ράδιο όμως μια βοήθεια, γιατί ακούγαμε κρυφά ελληνικούς σταθμούς.
Στο σπίτι μάς επέτρεπαν να έχουμε ράδιο, αλλά δεν επιτρεπόταν να ακούσουμε ξένους ραδιοσταθμούς, πολύ περισσότερο ελληνικούς…
Εγώ όμως ήθελα ν’ ακούσω τα ελληνικά, τους ελληνικούς σταθμούς, περισσότερο ν’ ακούω τις ειδήσεις.
Τις Κυριακές ν’ ακούω τη λειτουργία, τη Μ. Εβδομάδα τις ακολουθίες, τη βραδιά της Ανάστασης. Θυμάμαι έλεγε: “Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών…”. Είχε το σήμα, τη φλογέρα (ενν. της κρατικής ραδιοφωνίας), μου άρεσε αυτό πολύ.
Αυτό γινόταν μόνο βάζοντας το αυτί κολλημένο στο ράδιο, όσο ν’ ακούω εγώ, δηλαδή να μην ακούγεται ούτε μέσα στο σπίτι!
Μόνο η μάνα μου και η γυναίκα μου ήξεραν ότι ακούω κρυφά το ράδιο, αλλά δεν φοβόμουν μη με καταδώσουν. Τα παιδιά μου τότε ήταν μικρά, δεν καταλάβαιναν, δεν ήξεραν τίποτα γι’ αυτά που περνούσαμε εμείς.
Θυμάμαι που έλεγε η μητέρα μου: “Κουράστηκες όλη μέρα στη δουλειά, τι κάθεσαι στην καρέκλα τόσες ώρες με το αυτί κολλημένο στο ράδιο; Αφού μας το απαγόρευσαν, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα…”.
Ακούγοντας το ράδιο, αισθανόμουν σαν να ήμουν κι εγώ παρών στην ακολουθία! Συγκίνηση, χαρά, λύπη, ήταν ανάμεικτα τα συναισθήματα…
Σε κανέναν δεν έλεγα τίποτα γι’ αυτό που έκανα, που άκουγα δηλαδή ελληνικό σταθμό, δεν τολμούσα να το κάνω, γιατί δεν είχα εμπιστοσύνη σε κανέναν εκτός σπιτιού.
Αλλά φυλάγονταν όλοι, κανένας δεν μιλούσε γι’ αυτά τα πράγματα. Δηλαδή όταν ήταν Πάσχα, δεν μιλούσαμε με άλλους Έλληνες. Απλώς, όταν τους είχαμε εμπιστοσύνη, κοιταζόμασταν στα μάτια και χαμογελούσαμε… Ήταν ένας τρόπος να μοιραστούμε τη χαρά της γιορτής»!
«Φοβόμασταν… ακόμη και τον τοίχο του σπιτιού!»
Επιμένω λίγο στο θέμα της έλλειψης εμπιστοσύνης. Η απάντηση είναι αφοπλιστική:
«Τα χρόνια εκείνα, ο φόβος ήταν μεγάλος, εφόσον είχε κηρυχθεί ο τόπος μας σε αθεΐα, δεν μπορούσαμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα. Δεν μπορούσες να βγεις αντίθετος στο κράτος.
Αυτοί έκλεισαν τις εκκλησίες, τα τζαμιά, όλα.
Εμείς περάσαμε τόσα χρόνια χωρίς να μπορούμε όχι μόνο να εκκλησιαστούμε, αλλά και να κάνουμε τον σταυρό μας σε δημόσιο χώρο!
Ακόμη και στο σπίτι να έκανες τον σταυρό σου, φυλαγόμασταν γιατί… φοβόμασταν και τον τοίχο! Ο τοίχος είχε κι αυτιά και μάτια και στόμα…
Σου είπα και πριν, Βασίλη μου… Ο ένας φοβόταν τον άλλο, ακόμη και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Γιατί υπήρχαν και περιπτώσεις που είχαν στρατολογήσει ακόμη και μέλη της οικογένειας, δηλαδή ο ένας να παρακολουθεί τον άλλον, τον αδερφό του, τον σύζυγό του. Φυλάγονταν ο ένας απ’ τον άλλο…».
Βέβαια οι αφηγήσεις για το «αλληλοκάρφωμα» θυμίζουν αρκετά το κύμα καταγγελιών σήμερα, αλλά ας μην το σχολιάσω περαιτέρω, μέρες που είναι…
«Η προδοσία είναι σαν τον καρκίνο!»
Αν κάποιος καλούνταν από την Ασφάλεια, αυτό συνεπαγόταν αυτομάτως τον θάνατό του, ψυχικό ή σωματικό:
«Όταν σε καλούσε η Ασφάλεια και ζητούσε να συνεργαστείς μ’ αυτή, έπρεπε να ξέρεις ότι, ή θα δεχτείς και θα υπογράψεις και θα πάρεις στον λαιμό σου κάποιον –που είτε θα φυλακιζόταν, είτε θα έχανε τη ζωή του– ή, εάν δεν δεχόσουν να συνεργαστείς, θα πλήρωνες εσύ τη νύφη, γιατί θα σε φυλάκιζαν.
Αυτοί σού έδειχναν ένα χαρτί και σου έλεγαν ότι θέλουμε να συνεργαστείς με την Ασφάλεια, πρέπει να βάλεις την υπογραφή σου εδώ. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!
Αν υπέγραφες, ήσουν υποχρεωμένος να καταδώσεις το πρόσωπο που σου ζητούσαν. Και η προδοσία αυτή ήταν ψυχικός θάνατος, σαν τον καρκίνο! Μπορούσα να βγω στο δικαστήριο και να υποστηρίξω ότι ένας άνθρωπος ήταν εχθρός του κόμματος, εχθρός του λαού, και να τον κλείσουν στις φοβερές φυλακές του Μπουρέλι ή στα ορυχεία του Σπατς, στη βόρεια Αλβανία; Στα ορυχεία αυτά, οι καταδικασμένοι δούλευαν 500 μέτρα κάτω απ’ τη γη κι αυτό που έσταζε από πάνω (ενν. μέσα στις γαλαρίες, και μάλιστα χωρίς προστατευτικά μέσα) ήταν καυστικό, τους προκαλούσε εγκαύματα. Λίγοι είχαν γλιτώσει από εκεί μέσα…».
Ταφή χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία!
Η πιο επώδυνη εμπειρία ήταν να θάψουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα χωρίς να τελεστεί η νεκρώσιμη ακολουθία. Ο ηλικιωμένος Βορειοηπειρώτης θυμάται σαν να ήταν χθες αυτά που έζησε…
«Ακόμα κι αν πέθαινε κάποιος, πήγαινε αδιάβαστος! Λίγες ώρες τον κρατούσαν στο σπίτι, ένα βράδυ ας πούμε, τον ξενυχτούσαμε. Μετά τον νεκρό τον παίρναμε και τον πηγαίναμε γραμμή στο νεκροταφείο, όχι μόνο χωρίς παπά και ψάλτη, αλλά ούτε κερί δεν υπήρχε ν’ ανάψουμε. Πού να έβρισκες κεριά…
Την ώρα που ρίχναμε λίγο χώμα στον πεθαμένο, ο καθένας που ήταν πιστός έλεγε “Θεός σχωρέσ’ τον”, αλλά με τη γνώμη του (ενν. νοερά), όχι φωναχτά! Άμα έλεγες δυνατά “Θεός σχωρέσ’ τον”, θα σου πέρναγαν βραχιόλια! Θα το μάθαινε η Ασφάλεια! Τόσος κόσμος ήταν σε κάθε κηδεία, οι μισοί ήταν καταδότες! Και δεν ήξερες ποιος είναι ο καθένας. Μερικοί βέβαια το έλεγαν, το είχαν για καύχημα. Αλλά οι χειρότεροι ήταν αυτοί που δεν φανταζόσουν ότι είναι προδότες».
Ψιθυριστά και το «Χριστός ανέστη»!
Μετά την κήρυξη της αθεΐας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας, όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι κληρικοί όλων των θρησκειών αποσχηματίστηκαν. Οπότε τι έκαναν οι κρυπτοχριστιανοί για να κρατήσουν αναμμένη τη φλόγα της πίστης; Χείμαρρος ο συνομιλητής μου!
«Δεν τελούνταν κανένα μυστήριο, ούτε γάμος, ούτε βάπτιση, τίποτα! Ειδικά στη Β. Ήπειρο μάς είχαν σε καραντίνα! Συνεχώς μας παρακολουθούσαν, φανερά και κρυφά! Οπότε οι χριστιανοί έμασαν τη γνώμη τους (δηλ. το πήραν απόφαση ότι είναι τετελεσμένο γεγονός).
Ποιος τολμούσε απ’ τους παπάδες που τους είχαν ξυρίσει να κάνει κάποια τελετή; Με κανένα τρόπο!
Αλλά δεν υπήρχε και εμπιστοσύνη, όπως είπα και πριν. Δηλαδή, αν ήταν καμιά γυναίκα και ζητούσε απ’ τον παπά να της διαβάσει μια ευχή, αυτός δεν τολμούσε να το κάνει, γιατί ήταν καθηρημένος, απαγορευόταν με νόμο του κράτους να κάνει οποιαδήποτε τελετή. Αν έκανε κάποιο μυστήριο, θα το μάθαινε σίγουρα η Κρατική Ασφάλεια, οπότε θα ακολουθούσε σύλληψη και φυλάκιση, ίσως κι ακόμη χειρότερα…
Ούτε και ψάλτες είχαμε μετά. Τότε που λειτουργούσαν οι εκκλησίες, υπήρχαν ψαλτάδες, αλλά μετά κι αυτοί ούτε είχαν εκκλησίες για να ψάλλουν, αλλά ούτε μπορούσαν να ψάλλουν σε κάποιο σπίτι, απαγορευόταν κι αυτό. Δεν γίνονταν αυτά τα πράματα…
Μια λύση ανάγκης ήταν, ειδικά για τη βραδιά της Ανάστασης, μόλις πήγαινε 12 η ώρα κι ακούγαμε απ’ τον ελληνικό ραδιοσταθμό να ψέλνουν το “Χριστός ανέστη”, να λέμε κι εμείς το ίδιο, “Χριστός ανέστη”, “χρόνια πολλά” και τελείωνε… Τίποτ’ άλλο! Αυτή ήταν η ευχή με όλη την οικογένειά μας, τη γυναίκα μας, τα παιδιά μας. Φοβόμασταν να ψάλουμε το “Χριστός ανέστη”, μήπως ακουστεί έξω.
Σου είπα και πριν… Και στο ράδιο ακούγαμε το “Χριστός ανέστη”, αλλά δεν σηκώναμε πολύ τη φωνή (δεν αυξάναμε την ένταση), για να μην ακουστούμε απέξω.
Τα αυγά, όπως είπα και πριν, τα τσουγκρίζαμε μέσα στο σπίτι, πάντα με προφυλάξεις. Πάλι λέγαμε “Χριστός ανέστη”, “Αληθώς ανέστη!”.
Μαγειρίτσα και τέτοια πράματα, ούτε γι’ αστείο! Πού να τα βρεις αυτά…
Έτσι γιορτάζαμε το Πάσχα…».
Κρέας με το δελτίο…
Μιας και ανέφερε το κατεξοχήν πασχαλιάτικο έδεσμα, τον ρωτάω πώς του φαίνεται που φέτος δεν θα έχουμε τη δυνατότητα ούτε καν να σουβλίσουμε για παράδειγμα σε μια ταράτσα με όλους τους συγγενείς μας.
Με έναν βαθύ αναστεναγμό αρχίζει και πάλι την εξιστόρηση ο συμπαθέστατος συνομιλητής μου:
«Την Κυριακή του Πάσχα φτιάχναμε ένα φαγητό με κρέας. Φροντίζαμε να έχουμε κρέας τη μέρα αυτή.
Αλλά κι αυτό το κρέας το παίρναμε με το δελτίο, όπως κι όλα τα τρόφιμα. Δηλαδή μια συγκεκριμένη ημερομηνία κάθε μήνα είχαμε να πάρουμε το κρέας, άλλη μέρα το αλεύρι και το ρύζι, ενώ το γάλα ήταν καθημερινά. Πηγαίναμε στην ουρά απ’ τις 4 τα ξημερώματα μέχρι τις 6.30 το πρωί για να πάρουμε δυο κιλά γάλα. Τόσο έπαιρναν όλοι, είτε ήταν δεκαμελής η οικογένεια, είτε ήταν τετραμελής.
Ειδικά για το κρέας ήταν μια κοροϊδία! Αντιστοιχούσε ένα κιλό κρέας τον μήνα για την οικογένεια, όχι για τον καθένα! Μπορείς να φανταστείς ένα κοτόπουλο να το βγάλεις σε 16 μερίδες; Αν δεν με πιστεύεις, φέρε μου ένα κοτόπουλο να σου το κόψω εγώ! Η κάθε φτερούγα έβγαινε δυο μερίδες, το στήθος έξι μερίδες… Ο λαιμός θεωρούνταν κανονική μερίδα!
Και κρέας ό,τι τύχαινε! Αυτά έρχονταν κομμένα. Μπορεί σε κάποιον να τύχαινε ένα κομμάτι με ελάχιστο κρέας, να ήταν περισσότερο το κόκαλο! Πού να τ’ αλλάξεις… Αυτό είναι, σου έλεγε.
Είχαμε αγανακτήσει, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει κάποιος. Αν τολμούσες να διαμαρτυρηθείς, αλίμονό σου! Υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που… τους είχε έρθει η ψυχή στη μύτη (δηλ. είχε εξαντληθεί η υπομονή τους) κι είχαν πει δημόσια “Τι κατάσταση είν’ αυτή!”. Όποιος έλεγε ανοιχτά κάτι τέτοιο, τον περίμενε η Ασφάλεια και στη συνέχεια οκταετής φυλάκιση»!
Η εθελοντική εργασία… γινόταν υποχρεωτικά!
Επειδή τα κομματικά όργανα του απολυταρχικού καθεστώτος γνώριζαν τις μεγάλες γιορτές των χριστιανών (π.χ. τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα), αλλά και των άλλων θρησκειών (όπως το Ραμαζάνι για τους μουσουλμάνους), έβρισκαν μια αφορμή για να απασχολήσουν τον κόσμο με διάφορες εργασίες.
Ας αφήσουμε τον χρονομάρτυρα να μας τα πει:
«Το βασικότερο τέχνασμα ήταν η πρόσκληση για εθελοντική εργασία, συγκεκριμένα για βοήθεια στους γεωργικούς συνεταιρισμούς ή στις φάρμες. Ό,τι μάς ανέθεταν έπρεπε να το κάνουμε, κυρίως καθαριότητα. Ο σκοπός ήταν να μη μείνουμε στο σπίτι και γιορτάσουμε τη θρησκευτική γιορτή. Και με αυτό τον σατανικό τρόπο πετύχαιναν τον σκοπό τους.
Υποτίθεται ότι η εργασία γινόταν εθελοντικά, χωρίς πληρωμή δηλαδή. Αλλά ταυτόχρονα ήταν και υποχρεωτική κατά κάποιο τρόπο. Δεν μπορούσε να μην πάει κάποιος, θα του ζητούσαν τον λόγο, γιατί δεν ανταποκρίθηκε στην έκκληση του κόμματος. Κανείς δεν σκεφτόταν να αρνηθεί.
Στις εξορμήσεις αυτές πήγαιναν όλοι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, αλλά και παιδιά μεγάλα, οι νέοι. Η νεολαία, θέλοντας και μη, προσαρμόστηκε σ’ αυτή την ιδεολογία, γιατί τα παιδιά αυτά είχαν γεννηθεί μέσα στο καθεστώς, δεν χρειαζόταν και μεγάλη κατήχηση, αφού και στο νηπιαγωγείο ακόμη μάθαιναν τραγούδια για την ιστορία του κόμματος. Τι άλλο να μάθαιναν αυτά τα παιδιά…».
Βιβλία γραμμένα από κομματικά στελέχη
Σήμερα η Εκκλησία προτρέπει τους πιστούς να προσεύχονται κατ’ οίκον, χρησιμοποιώντας τα λειτουργικά βιβλία που διαθέτουν. Τι γινόταν όμως τα παλιά χρόνια στη Βόρειο Ήπειρο;
«Θρησκευτικά βιβλία δεν υπήρχαν μετά την επίσημη κήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας ως άθεου κράτους. Μόλις έγινε αυτό, οι Αρχές εισέβαλαν στις εκκλησίες και στα μοναστήρια και κατάσχεσαν όλα τα λειτουργικά βιβλία που υπήρχαν. Τώρα ποιος ξέρει πού βρίσκονται όλα αυτά…
Στα σπίτια δεν είχε κανένας θρησκευτικό βιβλίο, απαγορευόταν! Αλλά και να είχε κάποιος, δεν τον ήξεραν οι άλλοι, για ευνόητους λόγους.
Και πάλι θα το είχε καλά κρυμμένο αυτό το βιβλίο σε κάποιο μπαούλο, για να μην το βρει κάποιος απ’ τη Σιγκουρίμι, αν έκανε έλεγχο.
Στα σχολεία μόνο τα βιβλία του κόμματος ήταν, δεν υπήρχε τίποτα σχετικό με καμία θρησκεία, ούτε για τον Χριστιανισμό, ούτε για το Ισλάμ.
Όλα τα βιβλία τα έγραφαν τα κομματικά στελέχη, υπό τον έλεγχο του κόμματος γίνονταν τα πάντα. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται…
Θυμάμαι, σε κάποιο χωριό της Β. Ηπείρου ήταν ένας παπάς που τον καθαίρεσε το καθεστώς του Χότζα. Αφού τον ξύρισαν, ο άνθρωπος έπρεπε πλέον να βρει μια δουλειά για να ζήσει.
Αρχικά έγινε εργάτης σε βυρσοδεψείο, κατεργαζόταν δέρματα. Πολύ δύσκολη δουλειά!
Με την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, αφού η θρησκεία ήταν πλέον ελεύθερη, αυτός πήρε τα ιερά σκεύη (άγιο ποτήριο, δισκάριο, λόγχη και λαβίδα) και πήγε σε ένα παρεκκλήσι του χωριού του που ήταν γκρεμισμένο και στα ερείπια απάνω λειτούργησε!
Ήταν χειροτονημένος παπάς, γι’ αυτό λειτούργησε. Αλλά τα ιερά σκεύη τα είχε κρυμμένα στο σπίτι του όλα αυτά τα χρόνια, προφανώς παίζοντας τη ζωή του κορώνα-γράμματα. “Είχε βάλει το κεφάλι του στο σακούλι”, που λέμε και στο χωριό μας. Γιατί αν τον καταλάβαιναν, θα τον δίκαζαν, οπότε το τέλος του θα ήταν στις φυλακές.
Και μάλιστα αυτός ο ιερέας πέθανε μετά από κάποια χρόνια στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, προτού βγει με τα άγια»!
«Θυμήθηκα την ουρά για τις πατάτες…»
Οι σκηνές χάους των πρώτων ημερών της καραντίνας, δυστυχώς, ήταν κάτι οικείο ως εικόνα στον συνομιλητή μου:
«Όταν ξέσπασε η επιδημία του κορωνοϊού κι ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος και συνωστιζόταν στα σούπερ μάρκετ για να αγοράσει τρόφιμα, μου ήρθε αμέσως σαν εικόνα αυτό που ζούσαμε επί δεκαετίες με το καθεστώς του Χότζα στη Β. Ήπειρο και στην Αλβανία γενικά.
Όλα τα τρόφιμα ήταν με το δελτίο, δεν υπήρχαν ιδιωτικά μαγαζιά για να αγοράσεις κάτι. Ακόμη και οι χωριάτες δεν είχαν τίποτα για τον εαυτό τους. Όταν έγιναν οι κρατικοί συνεταιρισμοί, έπρεπε να δώσεις εκεί ό,τι είχες: κτήματα αλλά και ζώα, πρόβατα, γίδια, ακόμη και κότες. Κι ο χωριάτης, όταν ήθελε να αγοράσει γάλα ή τυρί, έπρεπε να πάει στο μαγαζί του συνεταιρισμού, να περιμένει στην ουρά για να αγοράσει!
Και βέβαια αν προλάβαινε να βρει κάτι… Γιατί πρώτα πρώτα ο συνεταιρισμός έδινε το γάλα στο κράτος, για να το προμηθευτούν οι κάτοικοι των πόλεων, και μετά, αν περίσσευε, θα έπαιρναν και τα μέλη του συνεταιρισμού.
Μια φορά στο χωριό μου στη Β. Ήπειρο ο συνεταιρισμός μοίρασε μία μέρα έξι κιλά γάλα σε… 260 ανθρώπους! Με το σταγονόμετρο! Έπαιρναν μόνο αυτοί που είχαν μικρά παιδιά ή είχαν έναν άρρωστο στο σπίτι για να πιει ένα ποτήρι γάλα. Στο κρατικό γαλακτοπωλείο πηγαίναμε στις 4-5 το πρωί, μπας και προλάβουμε, για να φύγουμε μετά για τη δουλειά. Αλλά συνήθως φεύγαμε με άδεια χέρια…
Θυμήθηκα και το άλλο… Μια μέρα είχαν πει ότι έφεραν πατάτες κάπου κοντά στη γειτονιά, σ’ ένα κρατικό κατάστημα. Πήγαμε όλοι να πιάσουμε σειρά. Μαζευτήκαμε καμιά σαρανταριά άνθρωποι. Κάποια στιγμή έφεραν δυο μικρά τσουβάλια με πατάτες. Αλλά οι πατάτες αυτές ήταν… όσο είναι τα κάστανα! Τόσο μικρές! Αυτές ήταν, πού να έβρισκες άλλες…
Ακόμη και γι’ αυτές τις μικρές πατάτες φτάσαμε στο σημείο να λογομαχήσουμε και να πιαστούμε στα χέρια, γιατί η φτώχεια φέρνει γκρίνια…».
«Κρατήσαμε την ιερή παρακαταθήκη»
Καθώς ολοκληρώνεται η συνέντευξη, ζητώ απ’ τον συμπαθέστατο ηλικιωμένο να τοποθετηθεί στο πώς βλέπει τη σημερινή κατάσταση:
«Διαμαρτύρονται μερικοί επειδή δεν θα εκκλησιαστούν τη Μ. Εβδομάδα, κυρίως όμως επειδή δεν θα πάνε το Πάσχα στο χωριό τους! Τους καταλαβαίνω βέβαια, όλοι την ίδια πικρία ζούμε. Αλλά δεν είναι όμως αυτός λόγος για να κλονιστεί η πίστη κάποιου.
Εμείς στη Β. Ήπειρο είχαμε 24 ολόκληρα χρόνια χωρίς εκκλησία, χωρίς γιορτές, χωρίς Πάσχα, χωρίς το δικαίωμα να κάνουμε τον σταυρό μας ελεύθερα! Κι όμως, δεν απομακρυνθήκαμε απ’ την πίστη μας, την κρατήσαμε μέσα στην ψυχή μας ως ιερή παρακαταθήκη των Ελλήνων προγόνων μας. Κι όταν έπεσε το καθεστώς του Χότζα, εμείς ήμασταν ισότιμα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους άλλους λαούς, και κυρίως με τους Έλληνες. Υπομονή πρέπει να κάνουμε μπροστά σ’ αυτή τη λαίλαπα, αλλά να έχουμε και ελπίδα, εξάλλου αυτά τα δύο μάς δίδαξε ο Χριστός!».
***
Τελείωνα το γράψιμο του κειμένου, αλλά το μυαλό μου ταξίδευε στον χωροχρόνο… Αυθόρμητα θυμήθηκα και τους στίχους από ένα ωραίο ηπειρώτικο τραγούδι. Το βρίσκω στο Διαδίκτυο κι αρχίζω να το ακούω, σιγοτραγουδώντας το:
«Σήμερα, Δήμο μ’, Πασχαλιά,
Σήμερα πανηγύρι, Δημάκη μ’ και λεβέντη,
Κι εσύ, Δήμο μ’, δε φάνηκες
Να βγεις, να σεργιανίσεις».
Ένας κόμπος ανεβαίνει αυτομάτως στον λαιμό μου… Αλλά σε δευτερόλεπτα συνέρχομαι. Πώς θα γιορτάσουμε το Πάσχα, αν αφήσουμε την κατήφεια και τον φόβο να επικρατήσουν; Τα πολύτιμα δώρα που μας χάρισε ο Χριστός με την Ανάστασή του είναι η αφοβία και η ειρήνη! Αφοβία λοιπόν απέναντι στη λαίλαπα που μαστίζει τον πλανήτη, γενναιοφροσύνη απέναντι στην απελπισία που καταδυναστεύει τα πάντα. Αλλά και ειρήνη, πρωτίστως με τους γύρω μας, όπως επίσης και με τον εαυτό μας!
Φέτος, για πρώτη φορά στη ζωή μας, όλοι θα γιορτάσουμε το Πάσχα μακριά απ’ τα αγαπημένα μας πρόσωπα και δεν θα μπορέσουμε να μεταδώσουμε το αναστάσιμο φως ο ένας από τη λαμπάδα του άλλου. Αντ’ αυτού ας μεταλαμπαδεύσουμε από τη μια καρδιά στην άλλη το ανέσπερο φως της ελπίδας!
Καλή Ανάσταση, με ακλόνητη υγεία, αστείρευτη δύναμη, αλληλεγγύη και αγάπη!
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος-λαογράφος, είναι ο συντάκτης του υπό έκδοση Ηπειρώτικου Λεξικού. Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στους εγκλείστους όπου γης
**Σε ό,τι αφορά το κείμενο, προϋπήρχε υλικό από παλαιότερη καταγραφή, ενώ τις προηγούμενες ημέρες έγινε και τηλεφωνική συνέντευξη με τον χρονομάρτυρα.