Από το 2012, οπότε και ο Γιώργος Μπαρτζώκας πήρε τη σκυτάλη από τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο Ολυμπιακός έχτισε επί τη βάσει μιας φιλοσοφίας που όριζε ότι το ακριβό δεν είναι και απαραίτητο.
Επί έξι και κάτι χρόνια, οι αδελφοί Αγγελόπουλοι στήριξαν την επιλογή του χαμηλού μπάτζετ, της ελληνικής ταυτότητας στο ρόστερ, της απουσίας από τον τρελό χορό των εκατομμυρίων που ακολουθούσαν οι βασικοί τους αντίπαλοι στην Ευρωλίγκα.
Η κατοπινή έλευση του Σφαιρόπουλου, τη σεζόν 2014-15, δεν έκανε τίποτα άλλο από να λειτουργήσει ενισχυτικά της καταστατικής απόφασής τους να παίξουν σε «δικό» τους γήπεδο. Όλα τούτα είναι γνωστά και καταγεγραμμένα. Το project έφερε αποτελέσματα, έφερε και απογοητεύσεις. Το ταβάνι του ήταν εξαρχής περιορισμένο, δεν θα μπορούσε επ’ άπειρον να ξεκινάει ο Ολυμπιακός από χαμηλό βατήρα και να περιμένει να κόψει πρώτος το νήμα. Αυτό μπορεί να γίνει μια φορά, δύο φορές, αλλά δεν είναι δυνατόν να διαρκέσει για πολύ.
Και κάπως έτσι το τσιπάκι άλλαξε. Η αποκαρδιωτική σεζόν που μόλις ολοκληρώθηκε ήταν η λυδία λίθος. Οι αδελφοί Αγγελόπουλοι είχαν μπροστά τους δύο δρόμους: της απαξίωσης ή της επανεκκίνησης. Με την έλευση του Ντέιβιντ Μπλατ φανερώνουν έμπρακτα πως το restart αποτελεί τη δική τους απάντηση στην αποτυχία.
Από όλους τους προσφερόμενους προπονητές που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην πιάτσα μόνο ο Μπλατ μπορεί να προσφέρει βάσιμες ελπίδες επιτυχίας. Ο Τρινκέρι και ο Πλάθα, οι οποίοι κάποια στιγμή ακούστηκαν, καίτοι είναι αξιόλογοι προπονητές, δεν θα κατάφερναν να ξεπεράσουν τη μουρμούρα της αμφισβήτησης. Με τον Μπλατ, όμως, το πράγμα αλλάζει. Περνάει σε άλλο επίπεδο – σε άκρως ανταγωνιστικό. Εκεί που οφείλει να βρίσκεται ο Ολυμπιακός.
Υπάρχει μια νέα βάση δεδομένων, πλέον, με την οποία θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τον «νέο» Ολυμπιακό. Το πρώτο, ασφαλές, δεδομένο είναι ότι ο Μπλατ δεν θα ερχόταν στον Πειραιά αν δεν λάμβανε εγγυήσεις για το ύψος του μπάτζετ. Προφανώς και δεν περιμένει κανείς να ανέβει στο επίπεδο της Φενέρ ή της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, όμως, σίγουρα θα κινηθεί πολύ πιο πάνω από τα τελευταία χρόνια.
Κατά τα ψέματα, ομάδες σαν τον Ολυμπιακό πρώτα αγοράζονται και στη συνέχεια δομούνται. Τα μεγάλα κλαμπ δεν έχουν το περιθώριο να περιμένουν να φτιάξουν παίκτες και να διαμορφωθούν εκ των ένδον. Αγοράζουν, πουλούν και πρωταγωνιστούν. Νέτα, σκέτα.
Έχει σημασία, επίσης, ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει από το υπάρχον ρόστερ. Ποιος θα είναι ο ρόλος του Σπανούλη, τι θα γίνει με τον Παπαπέτρου και τον Μάντζαρη. Ποιοι ξένοι θα επιλεγούν (σ’ αυτό, τουλάχιστον, ο Μπλατ ξέρει καλύτερα από τους προκατόχους του). Τέλος, ποιο θα είναι το στυλ παιχνιδιού. Επειδή, βέβαια, ο Μπλατ δεν είναι άγνωστος, ξέρουμε πάνω κάτω τι θα δούμε κι αυτό δεν θα έχει σχέση με την αγωνιστική μιζέρια που έβγαζαν οι ερυθρόλευκοι φέτος.
Κανένας προπονητής δεν είναι θαυματοποιός. Ουδείς πρέπει να πιστεύει ότι η έλευση του Μπλατ θα φέρει και όλες τις κούπες στο λιμάνι. Είναι, ωστόσο, ένα ουσιαστικό δείγμα διοικητικής γραφής. Είναι μια κίνηση που δείχνει νεύρο, αντανακλαστικά και φιλοδοξία. Τα υπόλοιπα θα φανούν στην πορεία του καλοκαιριού.