«Μικρέ, σου αρέσουν; Έλα μέσα να τα φορέσεις».
Έτσι γνώρισα πρώτη φορά τον Άρη Ραφτόπουλο. Μέσα δεκαετίας του ’90. Μπροστά από μια βιτρίνα με αθλητικά στη Δαμάρεως, στο Παγκράτι. Αν και φανατικός με το μπάσκετ δεν είχα πολυκαταλάβει πως ο ψηλός πωλητής με το παχύ μουστάκι που με προέτρεπε να δοκιμάσω τα top ten που φορούσε τότε ο Ντράζεν Πέτροβιτς, ήταν ο Άρης Ραφτόπουλος.
Το έμαθα στη συνέχεια και από τότε έγινε ένας από τους παιδικούς μου ήρωες. Για τους Παγκρατιώτες εκείνης της εποχής, το μαγαζί με τα αθλητικά είδη που διατηρούσε ήταν ο παράδεισος του μπασκετόφιλου. Εκεί είδα πρώτη φορά τα pony του Γκάλη και τα asics του Γιαννάκη. Από εκεί ψώνιζα πάντα.
Πιο πολύ γιατί ήθελα να τον βλέπω από κοντά. Στο ενδιάμεσο, μέχρι να βρω το παπούτσι που ήθελα ή το νούμερο που μου ταίριαζε, τον ρωτούσα για τους αγώνες, για τους αντιπάλους του, για το πώς πρέπει να σουτάρω για να βάζω καλάθια. Τον θυμάμαι να μου μιλάει συνέχεια για την άμυνα. Ο ίδιος, άλλωστε, ήταν μετρ του είδους.
Στα μάτια μου, ο Αρης Ραφτόπουλος ήταν θεόρατος, απροσπέλαστος. Όταν τον γνώρισα καλά κατάλαβα πως ήταν ένα μικρό παιδί, ένας άνθρωπος μάλαμα. Σε προέτρεπε να μπεις στο μαγαζί κι ας μην αγόραζες τίποτα. Μόνο και μόνο για να πάρεις μια ξώφαλτση τζούρα από μπάσκετ.
Όταν πήγε στον Ολυμπιακό, δεν άκουσα κανένα συμμαθητή μου (κυρίως παναθηναϊκών φρονημάτων) να διαμαρτυρηθεί ή να τον διαγράψει από το μυαλό του. Εκείνη την εποχή η αρρώστια του οπαδισμού δεν μας είχε προσβάλλει όπως συμβαίνει σήμερα.
Ο Άρης έφυγε χθες (5/6), αλλά ποιος είπε ότι οι παιδικοί μας ήρωες χάνονται; Χρόνια τώρα, ούτε το μαγαζί υπάρχει στη Δαμάρεως. Καμιά φορά, όταν περνάω από εκεί θυμάμαι εκείνα τα χρόνια. Τώρα θα το κάνω για ένα λόγο παραπάνω.
Καλό ταξίδι, Άρη.