Ο μπουζουκομαχαλάς του Έλληνα ποδοσφαιριστή
Ο Διονύσης Μαρίνος γράφει για τους παίκτες που χάνονται από τα λάθη και τα νυχτοπερπατήματά τουςΤα βλέπεις να αστράφτουν κι ύστερα να χάνονται. Διάττοντες αστέρες που πριν προλάβουν να διαγράψουν ακριβή τροχιά, σαν μια βαρυτική δύναμη να τα τραβάει στο χώμα, πέφτουν με ηχηρό γδούπο.
Ο μέσος Έλληνας ποδοσφαιριστής, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είναι πάντα ένας κλασικός Μπιλ Σερέτης. Ο ήρωας στο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Φανέλα με το Νούμερο 9». Λαϊκής καταγωγής, καυχησιάρης, οξύθυμος, μπερδεμένος, καψούρης και χολωμένος. Άτυχος και συνάμα επιδέξιος να βγάζει από τη μύγα ξίγκι.
Πέφτει με τα μούτρα στη χλιδή που του παρουσιάζεται μπροστά του ξαφνικά, αλλάζοντας όλον τον αξιακό χάρτη που έχτισε μέσα του η επαρχία στην οποία μεγάλωσε ή η λαϊκή γειτονιά που έπαιξε πρώτη φορά μπάλα.
Χρήματα, ακριβά αυτοκίνητα, καφέ στην παραλία, ξανθομαλλούσες καλλονές, μπουζούκια. Όλα στα πόδια του. Οι πιο έξυπνοι γνωρίζουν πως όλο αυτό είναι αέρας και περνάει. Στα 30 κάτι, τότε που τα πόδια θα αρχίσουν να βαραίνουν, θα είναι έτοιμοι για τα συντάξιμα. Είναι αυτοί που κάνουν τις καβάντζες τους. Με νόμιμους και λιγότερο νόμιμους τρόπους.
Είναι και οι άλλοι που τρέχουν με πατημένο το γκάζι και πέφτουν αναπόδραστα σε τοίχο. Πόσους Έλληνες ποδοσφαιριστές μπορείτε να θυμηθείτε που χάθηκαν από προσώπου γης, ενώ θα μπορούσαν να μεγαλουργήσουν; Δυστυχώς, πολλούς.
Μόνο όσοι φεύγουν στο εξωτερικό και μένουν πολλά χρόνια μακριά από τα στενά τείχη της ημεδαπής καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον μοιραίο κανόνα. Οι άλλοι, αυτοί που δεν μπαίνουν στον πειρασμό της αλλοδαπής, τρέχουν από μαγαζί σε μαγαζί μήπως και χάσουν το νέο άσμα της τραγουδιάρας του λαϊκού πενταγράμμου.
Η πρόσφατη νυχτερινή ατασθαλία του Παναγιώτη Ταχτσίδη δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση. Δεν ήταν ο πρώτος δεν θα είναι ο τελευταίος. Απλώς, ο συγκεκριμένος, επειδή ακριβώς είναι ένας παίκτης που διαθέτει πηγαίο ταλέντο, θα έχει καταλάβει και ο ίδιος ότι αδίκησε τον εαυτό του κατάφωρα. Κι αυτό είναι στενάχωρο γιατί πραγματικά αξίζει ως παίκτης.
Όμως, η ζωή του μέσου έλληνα ποδοσφαιριστή είναι γεμάτη από λάθος αποφάσεις τη λάθος στιγμή και για λάθος λόγους. Είναι ίδιον της φυλής; Είναι που τα λαϊκά παιδιά καίγονται πάντα γρήγορα; Είναι που οι ήρωες της Κυριακής είναι καταδικασμένοι να ζουν τα πάθη τους με έντονο τρόπο με αποτέλεσμα να αυτοαναφλέγονται; Ή, μήπως, δεν μπορούν να κατανοήσουν πως το ποδόσφαιρο, πέραν ενός όμορφου ονείρου που γίνεται πραγματικότητα, είναι και επάγγελμα, άρα προϋποθέτει και κάποιες υποχρεώσεις;
Ο Μπιλ Σερέτης σταμάτησε άδοξα και νωρίς τον αθλητισμό. Έκτοτε περιέφερε το σαρκίο του από μπαρ σε μπαρ προσπαθώντας να κατανοήσει τι ήταν και τι κατάντησε να γίνει. Ο συγκεκριμένος είναι μυθιστορηματικός ήρωας. Φοβάμαι πως εκεί έξω υπάρχουν πολλοί σαν κι αυτόν. Και είναι πραγματικοί.