Η γνωστή παλιά ιστορία: όταν οι «ήρωες» των λεγόμενων άλλων σπορ (κάτι σαν άλλος κόσμος) κάνουν το λάθος να σηκώσουν κεφάλι και να φέρουν μια επιτυχία ξεσπάει, αίφνης, υπόγειος πόλεμος για το χρήσιμο και το άχρηστο του ελληνικού αθλητισμού.
Δεν είμαστε ούτε η πρώτη ούτε η μόνη ποδοσφαιρόπληκτη χώρα. Για λόγους που δεν είναι της παρούσης (πού να μπλέκεις τώρα με κοινωνιολογίες και ψυχολογίες), το ποδόσφαιρο πάντα θα βρίσκεται στην καρδιά του έλληνα οπαδού. Βέβαια, στην περίπτωσή μας δεν έχουμε να κάνουμε με ανυπόκριτη αγάπη προς το άθλημα, αλλά με εμμονή προς την ομάδα και έχθρα προς τον έτερο άλλο.
Πώς περιμένουμε, λοιπόν, μέσα σε τούτο το δυσώδες και ανθυγιεινό περιβάλλον να επιβιώσουν τα άνθη του καλού; Και γιατί να το κάνουν άλλωστε;
Όχι, δεν τον χρειαζόμαστε τον Πετρούνια. Και δεν τον χρειαζόμαστε διότι τον έχουμε ανάγκη. Αντιλαμβάνομαι πλήρως την παραδοξολογία γι’ αυτό και την δοξολογώ. Ο Πετρούνιας είναι το άλλοθί μας. Το ζωτικό ψεύδος ότι ο αθλητισμός στην Ελλάδα δεν είναι μια υπόθεση από χέρι χαμένη. Ότι δεν έχει παραδοθεί αμαχητί στους «καμένους», τους οπλοφόρους και τους λογής θεράποντες του υποκόσμου.
Φυσικά γνωρίζουμε πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Το ποδόσφαιρο, όντως, είναι η βαθιά ρίζα της παθογένειας στον ελληνικό αθλητισμό. Με τη δυναμική και το εύρος του καλύπτει με σκοτεινιά όλο το φάσμα των σπορ. Άδικο, αλλά έτσι συμβαίνει. Δεν φταίει το άθλημα, αλλά αυτοί που το χρησιμοποιούν για αλλότριους λόγους. Και είναι η πλειοψηφία πλέον.
Άρα, τι τον θέλουμε τον Πετρούνια και τις επιτυχίες του; Ποιο κενό μπορεί να καλύψει όταν αυτό που διατηρείται είναι μόνο το κενό σύνολο; Ας αφήσουμε κατά μέρος τις διαμάχες και τις προστριβές. Ο Πετρούνιας και κάθε αθλητής των άλλων σπορ υπάρχει ερήμην μας (σας). Υπάρχει, γιατί υπάρχει, γιατί υπάρχει. Και στην τελική: ακόμη κι αν εμείς (κάποια στιγμή) θα τον χρειαστούμε, αυτός θα έχει συνηθίσει να μην μας χρειάζεται. Και πολύ καλά θα κάνει.