Αυτός πρέπει να ήταν ο τίτλος του άρθρου που έγραψα, στο μπαρ του ξενοδοχείου στη Λισαβόνα, λίγες ώρες μετά από κάτι που δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πως έγινε.
Ορισμένες στιγμές καλό θα είναι ν’ αντιμετωπίζονται βιωματικά. Είναι τόσο σπάνιες και υπάρχει αξία στο πως αντιλαμβάνεται ο καθένας ξεχωριστά τι εκτυλίχτηκε. Το γεγονός το ξέρετε. Όπως ξέρετε ότι, μάλλον, δεν θα επαναληφθεί κάτι παρόμοιο.
Το 2004 ήταν η χρονιά της Ελλάδας. Τα Μνημόνια φάνταζαν… κάτι επιστημονικής φαντασίας. Ακόμη πιο μακρινό ενδεχόμενο από το να πάρει η Ελλάδα το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Εποχή, την οποία βρισκόμασταν ως έθνος στο επίκεντρο. Έρχονταν Ολυμπιακοί Αγώνες. Το απόλυτο ξεφάντωμα, το οποίο έγινε ο απόλυτος εφιάλτης μας. Το «κακό» πρωτόνιο που οδήγησε στην έκρηξη!
Στο ραδιόφωνο τα παιχνίδια δεν μπορούσαμε να τα δούμε καλά, να τα ευχαριστηθούμε. Η γραμμή έπρεπε να είναι μονίμως στον αέρα. Δεν υπήρχε δευτερόλεπτο διακοπής. Δεν έπρεπε να γίνει. Το άγχος διπλό. Πρώτα για τη δουλειά, μετά για την ομάδα. Αγώνα με τον αγώνα το όνειρο τρεφόταν. Γιατί να μην έρθει ένα νέο 1987; Γιατί να μην το ζήσουμε κι αυτό; Ένας Γερμανός γινόταν πιο Έλληνας κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε… Τρέχοντας και πανηγυρίζοντας τις προκρίσεις ως ένας από εμάς.
Η απόφαση να φύγουμε παραμονές του τελικού με την Πορτογαλία και να βγει ένας ολόκληρος ραδιοσταθμός από την Πορτογαλία έμοιαζε με τρέλα! Έγινε πραγματικότητα… Αθήνα, Άμστερνταμ, Μαδρίτη, Λισαβόνα οδικώς. Με συναδέλφους, φίλους και συνοδοιπόρους σε όλα εκείνη την εποχή. Που τρώγαμε από το ίδιο πιάτο, που λέει ο λόγος. Η μάζωξη των Ελλήνων στην Αβενίντα Λιπερντάντε, το ξεφάντωμα στα Ντόκας, η αποθέωση στο «Λουζ» που εσωτερικά δεν ήταν καν έτοιμο!
Στιγμές που δεν θα γυρίσουν ποτέ ως νέα γεγονότα. Που δεν χάνονται, όμως, στη λήθη του χρόνου. Και κάθε χρόνο τέτοια ημέρα θ’ αποτελούν λίπασμα για το μεγάλωμα ενός τεράστιου «γιατί;». Γιατί χάθηκε αυτή η ευκαιρία για το ελληνικό ποδόσφαιρο; Γιατί ένας τέτοιος θρίαμβος δεν έγινε εφαλτήριο για κάτι καλύτερο, όπως στο μπάσκετ; Γιατί η σήψη, η παρακμή και η κατήφεια νίκησαν ξανά;
Το άρθρο είχε τίτλο «Το μεγαλύτερο της ζωής μας ταξίδι…». Στα 24 έτσι το έβλεπα. Στα 38 έχω γίνει πεζός πλέον. Δεν μπορώ να το στολίσω με άλλες ωραίες λέξεις. Αυτό που δεν ξεχάσω ποτέ είναι λίγες ώρες μετά τον νικηφόρο τελικό με την Πορτογαλία, τον γηπεδούχο Ρουί Κόστα να τρώει με την παρέα του σ’ ένα μικρό ταβερνάκι. Σε τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο. Τον πλησίασε όλη η ομάδα μας. Δεν πιστεύαμε ότι είναι αυτός. Μας χαμογέλασε, δέχτηκε να φωτογραφηθεί μαζί μας, μιλήσαμε λίγο για το ματς.
Είναι όμορφος ο αθλητισμός, σε πολιτισμένες κοινωνίες. Γιατί δεν γίναμε κι εμείς;