Ο άσος του Παναθηναϊκού, Νίκος Παππάς, μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, τις επιτυχίες στο παρκέ, τον χαρακτήρα του, τις γυναίκες και το μέλλον.
Ο 30χρονος γκαρντ στάθηκε, μεταξύ άλλων, στο τσαγανό που έχει και σε αυτούς που τον αποκαλούν «κωλόπαιδο».
Επίσης, αποκάλυψε πως αντιδρά μετά από ήττες και τι συμβαίνει στο μυαλό του στην διάρκεια ενός αγώνα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ – Παναθηναϊκός: Σε πρώτο πλάνο ο Παπαθεοδώρου
Αναλυτικά όσα είπε στο «pod.gr»:
Για το αν είχε τσαγανό από όταν ήταν έφηβος: «Νομίζω ότι από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες που έχω από όταν ήμουν μικρός, είναι να έρχονται μανάδες κάτω από το σπίτι μου και να γκρινιάζουν στο Στάθη γιατί τσακώθηκα με τα παιδιά τους. Τα έχω ακούσει πολλές φορές, αλλά ήμουν πολύ ανταγωνιστικός. Δεν είχα τρόπους, αυτό είναι το κακό».
Για το γιατί επέλεξε μπάσκετ και όχι ποδόσφαιρο ή… μποξ: «Πολλοί έχουν ακούσει να τσακώνομαι, λίγοι με έχουν δει. Αυτό είναι δικό σας δημιούργημα. Έχω παίξει και ποδόσφαιρο. Ενίοτε έχω παίξει και καμιά μπουνιά, δεν ξέρω αν έχει πολλή επιτυχία και αυτό. Προέκυψε το μπάσκετ».
Για το αν έχει «θαμπωθεί από τη δόξα»: «Δεν γνωρίζω αν έχω θαμπωθεί. Προφανώς θα με έχει επηρεάσει ίσως χωρίς να καταλάβω. Δεν νομίζω ότι μπορώ να γίνω χειρότερος».
Για το πως είναι μέσα στο παρκέ: «Πρέπει να προσπαθείς να είσαι ο καλύτερος του γηπέδου. Να γεμίσεις την περηφάνια και τον εγωισμό σου, αλλά στο τέλος της ημέρας μετράει η νίκη, ειδικά στο επίπεδο που βρισκόμαστε. Μετά το παιχνίδι, οι περισσότεροι θα θυμούνται τους νικητές και όχι τους χαμένους, όσο καλά και αν έπαιξες. Επίσης, μπορεί να είναι λίγο κλισέ, αλλά όταν είσαι μέσα στο γήπεδο ξεχνάς τα πάντα, ό,τι κι αν σε απασχολεί απ’ έξω, ό,τι σκοτούρες και ανασφάλειες. Δεν παίζεις, που λένε πολλοί, ένα παιχνίδι, αλλά αγωνίζεσαι. Έχει μια διαφορά».
Για το τι κάνει μετά από μια «βαριά» ήττα: «Όταν πηγαίνεις σπίτι σου, κλείνεσαι στους τέσσερις τοίχους και συνεχώς σκέφτεσαι τι μπορεί να πήγε στραβά, χωρίς να μπορείς να αλλάξεις κάτι. Αυτό το επίπεδο είναι ακόμα πιο έντονο, γιατί σε επηρεάζει άμεσα. Δεν μπορείς να βγεις έξω, να ξεσκάσεις, να δεις τους φίλους σου. Έτσι είναι η φάση εδώ».
Για το αν το μυαλό του θολώνει σε έναν αγώνα: «Είναι φυσιολογικό, όταν οι σφυγμοί είναι στους 200, όταν έχει κουραστεί το μυαλό, το σώμα, η ψυχή, να φτάνεις σε ένα σημείο να θολώνεις και να κάνεις πράγματα που μετανιώνεις, αλλά αυτή είναι κι η ομορφιά του αθλήματος. Να δεις τα όρια των παικτών, των ανθρώπων».
Για τα vibes του ΟΑΚΑ: «Νομίζω έχω παίξει σε όλα τα γήπεδα της Ευρώπης, έχω δει όλων των ειδών τις ατμόσφαιρες, ε, το ΟΑΚΑ είναι κάτι ξεχωριστό. Είναι και η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα που είναι πιο εκφραστική, πιο εκδηλωτική, υπάρχει φανατισμός. Ό,τι και να λέμε ότι θέλουμε γήπεδο με παιδάκια και οικογένειες, το πράγμα είναι ξεχωριστό. Προφανώς, μακάρι να μπορούσαμε να απομονώσουμε τα κακά της όλης ιστορίας, μακάρι να γίνει κάποια στιγμή, αλλά ό,τι και να κάνεις, η Θύρα 13 όταν είναι εκεί, είναι άλλο έργο».
Για το αν αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει σε ένα τοπ επίπεδο: «Η μόνη σκέψη που με κάνει να νιώθω ξεχωριστός είναι ότι σκέφτομαι τον εαυτό μου πριν 20 χρόνια και νιώθω περήφανος που βρίσκομαι εδώ που ονειρευόμουν. Από εκεί και πέρα, την όλη διαδικασία την έχω απομυθοποιήσει λίγο, επειδή έχω πολλά χιλιόμετρα σε αυτό το χώρο πλέον. Δεν είναι όλα τόσο γαλήνια και ονειρεμένα, όσο φαντάζεται κάποιος που είναι απ’ έξω. Κρατάω ανθρώπους που γνώρισα και πράγματα που έμαθα».
Για τη μόρφωση και το μπάσκετ: «Ήμουν ένας καλός μαθητής, είχα την μητέρα μου καθηγήτρια που με πίεζε λίγο. Ήμουν στην επαρχία κι έπρεπε να είχα ας πούμε ένα καλό όνομα, αλλά το έκανα και για τη δική μου περηφάνια, για να μην κοροϊδεύουν και λένε αυτός παίζει μπάσκετ και δεν έχει καλούς βαθμούς. Το άλλο σοκ, ήταν κάποια στιγμή που στα 20 μου, που γνώρισα την τότε κοπελιά μου, που ήμουν πάρα πολλά χρόνια μαζί, που δεν ήξερε ποιος ήμουν, τότε εγώ 21 χρονών, μεταξύ Ρόδου και Ισπανίας. Η κοπελίτσα αυτή ήταν πολύ μορφωμένη, ήταν στη Νομική, μπορούσε να μιλήσει κι είχα φτάσει σε σημείο να ντρέπομαι που δεν είχα πολλά πράγματα να συζητήσω. Μετά άρχισα να διαβάζω. Μού έδωσε να καταλάβω ότι τι είμαι; Ένας μπασκετμπολίστας είμαι. Με έχει γυρίσει στο άλλο άκρο. Αν κάποιος δεν με γνωρίζει, συγγνώμη που το λέω, ντρέπομαι να πω ότι είμαι μπασκετμπολίστας, διότι στο μυαλό του συνομιλητή μου δημιουργείται το “τι να μας πει ο μπασκετμπολίστας” και καμιά φορά το κρύβω, λέω κάτι άλλο».
Για το αν τον ενοχλεί που τον αποκαλούν «κωλόπαιδο»: «Τέτοιοι χαρακτηρισμοί είναι από συγκεκριμένους ανθρώπους και είναι επί προσωπικού επιπέδου. Δεν έχω αυτό το διπλωματικό, επικοινωνιακά είμαι λίγο διαφορετικός από αυτούς. Ποτέ δεν πήρα τηλέφωνο κάποιον να γράψει κάτι για μένα ή χαρτζιλίκωσα. Άλλοι το κάνουν. Απλά θα βγω και κόντρα άμα χρειαστεί. Δεν με ένοιαζε ποτέ αυτό το πράγμα».
Για την Εθνική Ομάδα: «Κοίτα, το έχω ξαναπεί, δεν με συγκινεί ιδιαίτερα η όλη διαδικασία. Τι θέλω να πω, γιατί ο κόσμος δεν τα ξέρει και δεν τα βλέπει όλα. Μιλάμε για το καλοκαίρι μας, που πάμε οικειοθελώς, ρισκάροντας την υγεία μας, την ξεκούρασή μας, άλλοι έχουν οικογένειες και δεν τις βλέπουν το καλοκαίρι, 1002 πράγματα που μπαίνεις στην διαδικασία να θυσιάσεις, για να πας στην Εθνική. Έχω πάει αρκετά καλοκαίρια στην Εθνική και πιτσιρικάς. Μπαίνεις σε μια διαδικασία που εξυπηρετούνται κάποια συμφέροντα και κάποια αλισβερίσια. Μας έτρεχαν 8 η ώρα το πρωί να κοινωνήσουμε στην Εκκλησία στην Πάτρα. Κάτι τραγελαφικές καταστάσεις. Δεν ξέρω τι είναι αυτά. Εμένα δεν με εκφράζουν αυτά. Ήμουν ανέκαθεν σε ένα κυλικείο απ’ έξω και τους περίμενα. Είμαι 30 χρονών, έχω θυσιάσει πόσα κι είμαι εδώ, για να με τρέχεις να κοινωνήσω; Κάτι χορηγοί της πλάκας, να βάλουμε το ψεύτικο το χαμόγελό μας και να πάμε για φωτογραφίες. Το μπασκετικό είναι ωραίο, είναι όμορφο, υπάρχει το ρομαντικό της κατάστασης, αλλά όχι δεν αξίζει τον κόπο για εμένα. Σαν Νίκο δεν με εκφράζει».
Για το αν είναι «απείθαρχος»: «Όχι, πειθαρχημένος είμαι, στους δικούς μου κανόνες. Τώρα με χαρακτηρίζεις αναρχικό γιατί πάω αντίθετα ή δεν δέχομαι κανόνες; Δεν είμαι ο τύπος που αργεί στην προπόνηση, έχω πολύ βαθιά το αίσθημα της δικαιοσύνης. Το πρόβλημά μου είναι ότι έχω δίκιο και δεν μπορώ να το εκφράσω, δεν έχω καλούς τρόπους, γίνομαι έξαλλος».
Για τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο: «Δεν μιλάμε για κάτι πολύ εξεζητημένο. Θεωρώ ότι έχουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Είμαστε αυθόρμητοι, είμαστε αυθεντικοί και υποστηρίζουμε ο καθένας τα δικά του πιστεύω και τις δικές του σκέψεις, χωρίς να φιλτράρουμε. Συν ότι ξέρει ότι έχουμε πάθος, αγαπάμε την ίδια ομάδα. Γι’ αυτό συνεχίζουμε τόσα μια καλή συνεργασία τόσα χρόνια, μιλάμε την ίδια την ίδια γλώσσα. Είναι βέβαια και αδιαπραγμάτευτο ότι είναι ένας άνθρωπος που με πληρώνει, βοηθάει την οικογένειά μου, με κάνει να ζω κάτω από πολύ καλές συνθήκες, οπότε, όπως και να έχει, χέρι που σε ταΐζει, δεν το δαγκώνεις. Δεν χαμπαριάζει από κακιές γλώσσες και στερεότυπα και κρίνει τον άλλον με βάση τη λογική που έχουμε εγώ και αυτός».
Για ανθρώπους που έχει βοηθήσει: «Γενικότερα, είμαι της φιλοσοφίας ότι πετυχημένος είναι ένας άνθρωπος που κάνει έστω και το διπλανό του να αναπνεύσει καλύτερα, πόσο μάλλον να χαμογελάσει, να ζήσει καλύτερα. Αυτό είναι επιτυχία. Για να μην είμαι αχάριστος, το μπάσκετ μού τα παρέχει όλα αυτά. Αν δεν είχα το μπάσκετ, δεν θα μπορούσα να κάνω κάποια κίνηση. Με γεμίζει, νιώθω καλά, βρίσκω λίγο γαλήνη, που την έχω ανάγκη. Δεν το κάνω για αυτούς, αλλά για εμένα. Τι ποιο ωραίο να βγω να πω ότι έδωσε 1.000 μάσκες και μια μπουκάλα και να με ποστάρουν; Φανταστικό δεν είναι; Θα βγω πρώτη μούρη. Είναι της μόδας, δεν ξέρω πόσο κοστίζει όλο αυτό. Τώρα η μαγκιά είναι να πας να βοηθήσεις δυο σχολεία στο Μάτι, που δεν έχουν τετράδια, που είναι ένα χρόνο μετά, δεν είναι της μόδας. Ή σε 5 μήνες που θα έχει περάσει αυτή η κατάσταση, να βοηθήσεις ανθρώπους που δεν θα έχουν δουλειά και δεν θα είναι θύματα από τον κορονοϊό, αλλά θα πέφτουν από τα μπαλκόνια τους».