Κατεβήκαμε στους δρόμους. Πριν κοντά τριάντα χρόνια. Διατρανώνοντας, διαδηλώνοντας, το αυτονόητο. Το ιστορικά αυτονόητο. Το αυταπόδεικτο. Μόνο και μόνο πως χρειάστηκε να το κάνουμε αναδεικνύει την ανεπάρκεια, την ανικανότητα της πολιτικής. Σύσσωμης, χωρίς εξαίρεση, μισού – και βάλε- αιώνα. Να αντιδράσει αυτονόητα, να προασπίσει εστίες χιλιετιών, ιστορία προαιώνια, ελληνική.
Δεν έγινε. Το όνομα Μακεδονία παζαρεύτηκε. Ευτελίστηκε. Νομιμοποιήθηκε η διεκδίκηση του. Τα δίκαια του ελληνισμού ήταν τελικά αυτά που απομονώθηκαν, περιχαρακώθηκαν και μπήκαν τελικά υπό την σκέπη της πολιτικής, της διαπραγμάτευσης. Αλίμονο μας. Η «λύση» που δόθηκε έπειτα από δεκαετίες συνεχών υποχωρήσεων ήταν μια ακόμη.
Ακόμη και όσοι ισχυρίζονται πως ήταν αναπόφευκτη, πως ήταν το βέλτιστο απ’ όσα χειρότερα (θα) έρχονταν, ακόμη και όσοι επιμένουν πως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, πως θα έπρεπε για χάρη των επομένων γενεών να ξεχαστούν όσα πατροπαράδοτα ανήκαν στις προηγούμενες, στην πράξη πλέον όσο «εφαρμόζεται» αυτή η συμφωνία, αποδεικνύεται πόσο έσφαλαν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η ατζέντα της ημέρας
Πρακτικά προφανώς. Δεν νοείται κανείς να μπει στη διαδικασία για κάτι περισσότερο όταν Έλληνας μιλάει για τη Μακεδονία. Τη μία και την Ελληνική, όπως έγινε το σύνθημα μιας γενιάς ολάκερης. Αργά όμως. Και ξεχάστηκε. Γρήγορα. Και επώδυνα.
«Άξαφνα ανατρόμαξα. Κάτω βαθιά, μέσ’ από το μενεξεδένιο σύγνεφο, είδα να προβαίνη ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του φάνταζαν Αγιονόρος. Ο ίσκιος πρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Κι όσο γρηγορώτερα πρόβαινε, τόσο μίκραινε η κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρομος όγκος χιλιόμορφη κόρη στάθηκε αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστη κορώνα φορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά γαλάζια χήτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ’ αμυγδαλωτά μάτια, τα χείλη της τα κοραλλένια, έχυναν γύρα κάποια λάμψη αθανασίας και κάποια περηφάνεια βασιλική. Από τα κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κ’ έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός και πρόβαλλε στο αριστερό την ασπίδα κ’ έπαιζε στο δεξί τη Μακεδονική σάρισσα. […]
-Ναύτη· καλεναύτη·ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
-Τώρα, Κυρά μου! Απάντησα χωρίς να σκεφτώ. Τώρα βασιλιάς Αλέξαντρος! Ούτε το χώμα του δε βρίσκεται στη γη.
Ωιμέ! Καλό που το ’παθα! Η χιλιόμορφη κόρη έγινε με μιας φοβερό σίχαμα. Κύκλωπας βγήκε από το κύμα κ’ έδειξε λεπιοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξόμαλλα σηκώθηκαν περαδώθε, έβγαλαν γλώσσες και κεντριά φαρμακερά κ’ έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. […]
-Όχι, Κυρά, ψέματα!…τρανοφώναξα με λυμένα γόνατα.
[…]
-Ναύτη· καλεναύτη·ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
-Ζη και βασιλεύει· απάντησα ευθύς. Ζη και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.»
Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σα να χύθηκε αθάνατο νερό η φωνή μου στις φλέβες της, άλλαξε αμέσως το τέρας κ’ έλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα χύθηκε τραγούδι πολεμικό, λες και εγύριζε τώρα ο Μακεδονικός στρατός από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη».
Η (περι)γραφή του Ανδρέα Καρκαβίτσα στη «Γοργόνα» του, καθηλωτική. Μύθος, ναι, αλλά ποτισμένος με τον θρύλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος σαν σήμερα πέθανε στη Βαβυλώνα.
Πέθανε; Οχι βέβαια. Ζει. Εσαεί. Και όχι, δεν είναι απόκριση στη γοργόνα, από τον φόβο μήπως μεταφορτωθεί σε αιμοβόρο χτικιό. Αυτό, έχει ήδη γίνει, το ζούμε χρόνια το τέρας που δεκαετίες τώρα αμφισβητεί, κατατρώει και καταπατά ιδεολογικά τα χώματα που ευλόγησε η περπατησιά του Μεγαλέξαντρου.
Φτάνει πια. Ως εδώ. Ο Μεγαλέξαντρος ζει. Ζει και βασιλεύει.
Υ.Γ. Στα Σκόπια η επιγραφή που μπήκε έλεγε πως είναι είναι ήρωας που ανήκει στην ελληνική Ιστορία. Λάθος! Εϊναι Έλληνας ήρωας!