Πάνω που σε έχει γλυκάνει. Πάνω που ελπίζεις να δεις κάτι διαφορετικό, αλλιώτικο, βελτιωμένο. Πάνω εκεί έρχεται και σε… ξενερώνει. Με το στυλάκι, τον τρόπο παιχνιδιού, το ατονία, με όλα.
Θέλεις να δεις επίθεση, γκολ, επικίνδυνες κατεβασιές. Κι ας μην έρθει το θετικό αποτέλεσμα. Να δεις λίγο μπάλα, λίγο ποδόσφαιρο. Δεν το βλέπεις.
Λες και είναι μοιραίο, γραφτό, στοιχειωμένο να μην δεις μπαλίτσα από την Εθνική Ελλάδας.
Η χώρα μας στο ματς με την Ουγγαρία είχε μια άθλια αγωνιστική παρουσία. Αυτές οι εμφανίσεις είτε σου αρκούν (όταν κερδίζεις), είτε σε εκνευρίζουν αφάνταστα (όταν χάνεις). Η Ελλάδα έχασε στη Βουδαπέστη με τρόπο που σε βγάζει έξω από τα ρούχα σου. Για πολλούς λόγους.
Για το γεγονός πως εσύ, εγώ και αρκετοί ακόμα, πετάξαμε δύο υπερπολύτιμες ώρες από το χρόνο μας. Για το «κολλύριο» μετά το παιχνίδι με όσα υπέστησαν τα μάτια μας. Για τη φάση του δεύτερου γκολ. Πρέπει να ανατρέξεις σε ματς στο FIFA ή το Pro Evolution για να θυμηθείς φάση με τόσες τελικές μέσα σε 1-2 λεπτό. Να ήταν πέντε, έξι; Βασική αρχή στην άμυνα. Διώχνεις, μακριά. Να φύγει η μπάλα ρε παιδί μου. Όμως όχι. Οι Ελληνες διεθνείς δεν το έκαναν.
Δυστυχώς τις αναμετρήσεις με την Εθνική Ελλάδα, ο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής δεν πρέπει να τις λαμβάνει ως τέτοιες. Δηλαδή επαγγελματικές υποχρεώσεις. Είναι τιμή, αξία. Ακόμα κι όταν χάνει, πρέπει να παλεύει. Να δίνει όσα έχει. Είτε είναι φιλικό, είτε επίσημο, είτε… Nations League.
Ο πρώτος που πρέπει να το εξηγήσει αυτό, κι ας μην είναι από τα μέρη μας, είναι ο Μίχαελ Σκίμπε. Πρέπει να κατανοήσει επίσης πως το ελληνικό κοινό διψάει για μπάλα, επίθεση, γκολ, για μια πιο παραγωγική φιλοσοφία. Με εμφανίσεις σαν αυτή απέναντι στην Ουγγαρία δεν θα κερδίσει τον κόσμο της.