Ακρίβεια: Τα νοικοκυριά αιμορραγούν ακατάσχετα και οι εξουσίες περιγράφουν μια εικονική πραγματικότητα
Ακρίβεια: Τρεις αποδείξεις ότι ο ελληνικός λαός βιώνει έναν οικονομικό εφιάλτη, την ώρα που κυβέρνηση και media περιγράφουν μια άλλη χώραΑκρίβεια: Τρία σημαντικά στοιχεία που αναδείχθηκαν τελευταία, έρχονται να επιβεβαιώσουν συμπληρώνοντας το ένα – το άλλο, τη ραγδαία φτωχοποίηση που υφίσταται ο ελληνικός λαός, του οποίου οι σάρκες κατασπαράσσονται από την ακρίβεια, τους ληστρικούς φόρους και την «καρτελοποίηση» της αγοράς που πλέον λειτουργεί με όρους απροκάλυπτου μαυραγοριτισμού, με τις πλάτες της κυβέρνησης.
Το πρώτο στοιχείο αναδείχθηκε από ρεπορτάζ του Mega, και αφορά μια λίστα συγκεκριμένων προϊόντων που αγοράστηκαν τον Ιανουάριο του 2022 και κόστιζαν 109 ευρώ. Τα ίδια προϊόντα τον Μάρτιο του 2022 κόστιζαν 132,86 ευρώ και τον Ιούνιο έφτασαν τα 154 ευρώ. Μέσα από αλλεπάλληλες ανατιμήσεις, φτάνουμε ως το σήμερα, όπου αυτά τα ίδια προϊόντα αγοράστηκαν με 257,40 ευρώ. Αύξηση 136% μέσα σε μόλις ενάμιση χρόνο.
Εδώ δεν μιλάμε απλά για εκτίναξη τιμών, αλλά για συνθήκες πολέμου, και μάλιστα διετούς διάρκειας. Και για όλο το 2024 προβλέπεται να συνεχιστούν οι ανατιμήσεις, αφού ο υποδιοικητής της ΤτΕ, ξεκαθάρισε ότι οι τιμές δεν πρόκειται να πέσουν, και το μοναδικό στοίχημα είναι να… συγκρατηθούν ώστε να αυξάνονται πιο αργά.
Ενώ έχουμε αυτές τις εφιαλτικές αυξήσεις, από το 2019 έως και σήμερα, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σωρευτικά κατά μόλις 20%. Λόγω πληθωρισμού, η αγοραστική ικανότητα των Ελλήνων έχει καταρρεύσει κατά 18,2% σε σχέση με το 2000. Η μοναδική οικονομία στην Ευρώπη της οποίας ο πληθυσμός έχει χάσει τόσο μεγάλη αγοραστική δύναμη από τότε.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά δημοσιευμένα στοιχεία της Eurostat, για τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών σε ευρωπαϊκές χώρες, για το 2022. Σχεδόν σε όλες τις χώρες, οι ευρωπαίοι αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους, πλην της Ελλάδας που βρίσκεται στον «πάτο» της ΕΕ και οι Έλληνες όχι μόνο δεν αύξησαν, αλλά έχασαν αποταμιεύσεις κατά -4%. Και πρέπει να αναλογιστούμε ότι το 2022 ήταν «καραμπινάτη» περίοδος πανδημίας και lockdown, και οι δραστηριότητες είχαν μειωθεί δραματικά στην Ελλάδα, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες θα λειτουργούσε ευνοϊκά για την αποταμίευση.
Η μικρή αποταμίευση σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία έχει «στραγγίξει» από ρευστό, και οι πολίτες κινούνται κυρίως με τραπεζικά «credits», δηλαδή με πλαστικό εικονικό χρήμα. Πριν ακόμα η ΕΕ προσπαθήσει να επιβάλλει την κατάργηση των μετρητών, στην Ελλάδα η φτώχεια στρώνει το έδαφος προς αυτήν την κατεύθυνση, μέσω μιας ανελεύθερης, επιδοματικής και «ασυλοποιημένης» οικονομίας, χωρίς ρευστό στην αγορά.
Το τρίτο στοιχείο αφορά μια ακόμη θλιβερή πρωτιά για τη χώρα μας που καταγράφεται σε στατιστικές της Eurostat και πάλι, όπου αναδεικνύεται ότι οι τέσσερεις στους πέντε Έλληνες βρίσκονται σε επίπεδο «υποκειμενικής φτώχειας». «Υποκειμενική φτώχεια» είναι η αντίληψη του ίδιου του ατόμου για την οικονομική του κατάσταση. Δηλαδή όχι η παραποιημένη εικόνα που σου δίνει η κυβέρνηση για να σε πείσει ότι δεν είσαι φτωχός, αλλά η πραγματικότητα που βιώνεις στο πετσί σου. Στην Ελλάδα μάλιστα καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, ατόμων με μεσαίο και υψηλό μορφωτικό επίπεδο που θεωρούνται «υποκειμενικά φτωχά».
Άρα έχουμε και λέμε: Στην Ελλάδα η τιμή του καλαθιού με τα βασικά τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, υπερδιπλασιάστηκε τα τελευταία δύο χρόνια. Οι αποταμιεύσεις αποστραγγίζονται με ραγδαίους ρυθμούς και οι 4 στους 5 Έλληνες βιώνουν την πραγματικότητα πώς βρίσκονται σε καθεστώς ανέχειας.
Αυτή είναι η ωμή αλήθεια που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός, πίσω από το παραπέτασμα της κυβερνητικής προπαγάνδας και των «πετσωμένων» ΜΜΕ που περιγράφουν μια εικονική πραγματικότητα. Πίσω από την ωραιοποιημένη εικόνα της οικονομίας και την δήθεν ανάπτυξη που στην πραγματικότητα αφορά μια μικρή «ελίτ» επιχειρηματιών, υπάρχει ένας ολόκληρος λαός που βουλιάζει οικονομικά σε συνθήκες κατοχής και τρώει τις τελευταίες οικονομίες του, εκείνες που μάζευε με «αίμα» για να πραγματοποιήσει τα όνειρα μιας καλύτερης ζωής.
Σημερινός στόχος ζωής: «Να έχει τρόφιμα το ψυγείο»
Η καλύτερη ζωή έφυγε από το τραπέζι ως προοπτική, και πλέον το μεγάλο στοίχημα για το μέσο νοικοκυριό είναι η επιβίωση μήνα με το μήνα. Για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου δεν τίθεται θέμα πλέον να ανοίξει ένα σπιτικό, να βάλει το κεφάλι του κάτω από ένα δικό του κεραμίδι, να πάρει ένα αυτοκίνητο, να ανοίξει μια επιχείρηση, αλλά το να έχει τρόφιμα στο ψυγείο, βενζίνη στο ρεζερβουάρ, ρεύμα στο σπίτι και πληρωμένο νοίκι στην ώρα του.
Έχουμε να κάνουμε με μια τραγική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, και όμως η πολιτική εξουσία με την αμέριστη βοήθεια των media περιγράφουν μια εναλλακτική και φαντασιακή πραγματικότητα «ανάπτυξης». Και σύμφωνα με αυτήν την πλαστή «πραγματικότητα» πολιτικολογούν, νομοθετούν, φορολογούν, επιδοτούν με ψίχουλα, σπαταλούν κρατικό χρήμα και απολογούνται με γελοία επιχειρήματα. Μπορείς με όλη την «άνεσή» σου να υποφέρεις από φτώχεια και να δυστυχείς, αλλά απαγορεύεται να είσαι φτωχός επίσημα. Αυτή είναι η κατάσταση.
Δέκα χρόνια μνημονίων, 2 χρόνια πανδημίας και 2 χρόνια πολεμικής οικονομίας, έχουν φτάσει τους Έλληνες στη χειρότερη κατάντια απ’ τον καιρό της μεταπολίτευσης. Αν πάμε και πιο πίσω, ακόμα και τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που υπήρχε μεγάλη φτώχεια, υπήρχαν πραγματικές προοπτικές ανάπτυξης που διοχετεύονταν ως τα λαϊκά στρώματα. Υπήρχε συνάφεια της εργασίας με την πρόοδο και υπήρχε εθνικό σχέδιο ανάπτυξης που χωρούσε όλα τα λαϊκά στρώματα, αναλογικά έστω. Σήμερα η εργασία δεν ισοδυναμεί ούτε καν με την επιβίωση πολλές φορές, και κυρίως – έχει χαθεί το όνειρο της εθνικής ανάπτυξης, που τροφοδοτεί την προσωπική. Σήμερα ο λαός αποκόπτεται βιαίως από κάθε προοπτική ευημερίας και μαζί με την ολική κατάρρευση της μεσαίας τάξης, κόβονται και οι τελευταίες γέφυρες μεταξύ πατρικίων και πληβείων.
Η κληρονομιά από αυτά τα 14 χρόνια που εγχώριοι και ευρωπαϊκοί θεσμοί λειτουργούσαν για «το καλό μας», είναι ακόμα περισσότερα εθνικά και ιδιωτικά χρέη, πολύ μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση, πολύ περισσότερη φτώχεια, πολύ λιγότερη αυτάρκεια παραγωγής, πολύ χειρότερη ποιότητα ζωής, πολύ περισσότερη ανασφάλεια.
Και το ισχυρότερο καύσιμο γι’ αυτήν την χειροτέρευση, είναι το παραμύθιασμα του εαυτού μας ότι θα κρατήσει λίγο ακόμα…