Να τι μας έδειξε για ακόμη μια φορά ο άθλος της εθνικής ποδοσφαίρου που νίκησε την Αγγλία με 1-2 μέσα στο Γουέμπλεϊ. Όταν ζούμε σε ένα κράτος που ο Έλληνας ταπεινώνεται εθνικά, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και δεν φαίνεται καμία αχτίδα ελπίδας, το μόνο που έχει απομείνει στον λαό για να θυμάται την ελληνική περηφάνεια, είναι οι μεγάλες στιγμές του αθλητισμού.
Το είδαμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες με τα μετάλλια του Τεντόγλου, του Καραλή, του Πετρούνια και των άλλων παιδιών. Το βλέπουμε και τώρα με την «επίσημη αγαπημένη» που μετά από πολλά χρόνια θύμισε Εθνική από τις χρυσές εποχές που οδήγησαν στο έπος του Euro 2004. Ο τραγικός θάνατος του Τζορτζ Μπάλντοκ, χαλύβδωσε την ψυχή της ομάδας και είδαμε σκηνές που συγκίνησαν το πανελλήνιο. Η ελληνική καρδιά νίκησε τα τεράστια μπάτζετ.
Μέσα στη δυσωδία στα πράγματα του ελληνικού ποδοσφαίρου, η όλη εικόνα της εθνικής ήταν μια όαση. Πέρα από το αγωνιστικό κομμάτι που αξίζει τον δικό του μερίδιο θαυμασμού, έβλεπες ποδοσφαιριστές που ρίχτηκαν πρόθυμα στη «φωτιά» για να τιμήσουν τη μνήμη του συμπαίκτη τους.
Έβλεπες πείσμα ελληνικό. Έβλεπες ομοψυχία. Έβλεπες ελληνικό φιλότιμο από παιδιά που έκλαιγαν για τον συναθλητή τους. Επαγγελματίες είναι, και κάλλιστα θα μπορούσαν να μείνουν στους τύπους. Κανένας δεν θα τους έλεγε τίποτα αν έχαναν από την υπερομάδα της Αγγλίας. Θα σήκωναν τη φανέλα του Μπάλντοκ σε κάποια επόμενη νίκη με ευκολότερη ομάδα. Δεν το έκαναν όμως. Κατάπιναν σίδερα για να αποδείξουν ότι η εθνική είναι εδώ και η μνήμη του Μπάλντοκ είναι εδώ. Τώρα πενθούμε – τώρα τιμούμε. Με αυτόν τον τρόπο που ξέρουμε και μπορούμε.
Ο θρίαμβος αυτής της ιστορικής νίκης, δεν επισκίασε τον αδόκητο θάνατο του Μπάλντοκ. Ούτε ο θάνατος του Μπάλντοκ δεν επισκίασε τη νίκη. Τα δύο αντίθετα γεγονότα ενώθηκαν σε μια γλυκόπικρη στροφή της ζωής. Εντάξει, μιλάμε για ποδόσφαιρο, αλλά κι εδώ εκφράζεται η αρχαία συνήθεια του λαού μας να ξορκίζει τη σκιά του θανάτου με ένα «γιουρούσι».
Κάτι άλλο που φάνηκε και πάλι, είναι πόσο ο κόσμος έχει ανάγκη από καθαρά ελληνικές επιτυχίες. Κατορθώματα που έχουν ελληνική σφραγίδα, από το «άλφα» ως το «ωμέγα» τους. Χωρίς παρενθέσεις, χωρίς μεσάζοντες, χωρίς μισθοφορικές νοοτροπίες. Και αυτό είναι ένα δείγμα του πόσο μας λείπει η Ελλάδα που στέκεται μονάχα στα πόδια της. Σιχαθήκαμε το να είμαστε υπηρέτες, δορυφόροι και σερβιτόροι.
Αλλά είδαμε και πόσο βαθιά ριζωμένη είναι στην ψυχή του Έλληνα, η απόδοση τιμής στον νεκρό. Μια παράδοση στην οποία ασελγεί η εξουσία με κτηνώδεις τρόπους. Αλλά παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι χαραγμένη στο λαϊκό «DNA».
Έβλεπες τον καταπληκτικό αγώνα της εθνικής μας με την Αγγλία, και δεν μπορούσες να μην παρατηρήσεις πόσοι Έλληνες παίκτες έκαναν τον σταυρό τους, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από το γήπεδο. Δεν είναι και αυτό ένα θαύμα, αφού είναι κάτι για να θαυμάσεις; Δεν είναι κι αυτό ένα μνημόσυνο για την ψυχή του Τζορτζ; Δεν σε πιάνει συγκίνηση που παρά τη χολέρα του αθεϊσμού που πλακώνει τα πάντα, νέα παιδιά κάνουν το σταυρό τους μπροστά σε όλη την υφήλιο;
Αλλά και ο Τζορτζ Μπάλντοκ που έφυγε τόσο ξαφνικά, φάνηκε ότι είχε χρυσή καρδιά. Αποκαλύφθηκε ότι όταν ένα 7χρονο παιδί στο Σέφιλντ διαγνώστηκε με καρδιακή ανεπάρκεια, κι έπρεπε να σταματήσει να παίζει ποδόσφαιρο, ο Τζορτζ επικοινώνησε με την οικογένειά του για να βοηθήσει. Με δική του πρωτοβουλία ο ποδοσφαιριστής κάλυψε τα έξοδα για να αγοραστεί ένας απινιδωτής και να πληρωθούν όλες οι ιατρικές εξετάσεις για το παιδί. Το μόνο που ζήτησε ο Τζορτζ, ήταν να μην μαθευτεί πουθενά η καλοσύνη που έκανε γι’ αυτή την οικογένεια. Δεν δείχνει μεγαλείο ψυχής αυτό;
Αυτές είναι σπάνιες πράξεις ελεημοσύνης που λειτουργούν ευεργετικά για την ψυχή ενός κεκοιμημένου. Και αντί να αναδεικνύονται αυτές οι όμορφες πτυχές του εκλιπόντος, έχουμε μια δημοσιογραφική χωματερή που ασχολούταν με τα τετραγωνικά του σπιτιού του Μπάλντοκ, και με τη θέα που είχε ο νεκρός. Τυμβωρυχία, κλειδαρότρυπα και κουτσομπολιό, ακόμα και πριν προλάβει να κηδευτεί ένας νέος άνθρωπος.
Αυτή είναι η σάπια πλευρά της Ελλάδας, εκείνη που απλώνεται σαν γάγγραινα στον λαό και νεκρώνει κάθε υγιές κομμάτι που έχει απομείνει. Μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι δημοσιο – κάφροι, έχουν πόστα στα κανάλια, γιατί κάποιοι τους βλέπουν, κάποιοι τους ανεβάζουν τα νούμερα, κάποιοι γοητεύονται από τα κατακάθια της ενημέρωσης και τους παλιάτσους του «lifestyle».
Η νίκη της Ελλάδας πιθανότατα δεν θα μας κάνει ούτε πιο ενωμένους, ούτε πιο ανθρώπινους. Αλλά είναι μια ακόμα ψηφίδα στη συλλογική συνείδηση. Ένα μικρό θραύσμα από το μωσαϊκό του λαού που είμασταν κάποτε. Του λαού που οφείλουμε να ξαναγίνουμε.