Καλή Παναγιά!
Με την ευλογία της λατρευτής μας μητέρας Παναγίας, να γιορτάσουμε σήμερα την Κοίμησή της.
Ξέρετε, η ελληνορθόδοξη παράδοση είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται και τελειοποιείται όπως ορίζει η αγιοπνευματική συνείδηση των μελών της Εκκλησίας. Και αυτή η ευχή, το «καλή Παναγιά» αγκαλιάστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των ορθοδόξων.
Γιατί τι άλλο παρά παρηγοριά και αγαλλίαση να προκαλεί η επίκληση της Παναγίας σε μια ευχή; Κι όμως αρκετοί ενοχλούνται από αυτές τις δύο λέξεις και τις χλευάζουν, προφανώς γιατί ενοχλείται πρώτα απ’ όλα ο Αντικείμενος που φρίττει στο άκουσμα της Παναγίας και δεν θέλει να φυτευτεί στη λαϊκή συνείδηση μια τέτοια ευχή.
Καλή Παναγιά σημαίνει, με το καλό να γιορτάσουμε την εορτή της Παναγίας.
Καλή Παναγιά σημαίνει, να είμαι εγώ καλός και πνευματικά έτοιμος για να σταθώ μπροστά στο Θεομητορικό μεγαλείο. Να σταθώ άξιος μπροστά στην πιο αγιασμένη κόρη που γέννησε το ανθρώπινο γένος, σ’ εκείνη που έκανε το φεγγάρι υποπόδιό της, όπως έγραψε ο λυρικότατος Φώτης Κόντογλου.
Καλή Παναγιά σημαίνει καλό στάδιο ως τον δεκαπενταύγουστο, καλή εγρήγορση, καλή εγκράτεια, καλή παραμυθία, καλή ελπίδα, καλή φώτιση, καλό δρόμο για τη σωτηρία.
Καλή Παναγιά σημαίνει καλή αντάμωση νοητή εκεί δίπλα στην κλίνη που ξάπλωσε το πανάγιο σώμα της Θεοτόκου, εκεί που συγκεντρώθηκαν οι Απόστολοι από τα πέρατα της οικουμένης για να θρηνήσουν τη μητέρα του Θεού μας, εκεί που η αρχόντισσα των Ουρανών ετάφη, εκεί που την ανέστησε ο Χριστός μετά από τρεις ημέρες, κι εκεί που έγινε το άφατο θαύμα της Μετάστασης της.
Φέρνω στο μυαλό όλες τις εικόνες της Παναγίας που έχω προσκυνήσει μέσα στα χρόνια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Φρουροί ακοίμητοι σε κάθε τόπο και εσχατιά. Και όσο και να διαφέρουν οι τεχνοτροπίες τους, όλες συνθέτουν το ίδιο ιλαρό βλέμμα στοργικής μητρότητας που ημερεύει τις φουρτούνες που κουβαλούμε μέσα μας. Όλες έχουν μια ζωντάνια που σε πλημμυρίζει δέος. Έναν ηλεκτρισμό ήμερο και εξαγνιστικό. Συστέλλεσαι μπροστά στη θωριά της, σαν άτακτο παιδί που σαστίζει με την ατέλευτη συγχώρεση της μάνας. Κάθε ψυχή ορφανεμένη από τον κόσμο, βρίσκει το αποκούμπι της σε αυτό το υπέρκαλο πρόσωπο που σιγοφωτίζει το καντήλι.
Δύο σταθμοί κυριαρχούν στη ζωή του χριστιανού: κινούμαστε από το «Χαίρε Κεχαριτωμένη» στο «σπεύσον, απολλύμεθα», πότε χαιρετούμε τη μάνα μας και πότε ζητούμε το χέρι της να μας σηκώσει από το βάσανο, τον πόνο, τη δοκιμασία. Καλομαθημένοι στην άπειρη αγάπη της και απορούντες πώς γίνεται να έχουμε τόσο εύσπλαχνη μάνα. Είμαστε πνευματικά νήπια κι εκείνη είναι πάντα εκεί για να μας κατευθύνει τα πρώτα βήματα. Πέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε. Μας πιάνει το γινάτι των παθών. Συχνά μας πιάνει και γαϊδουριά. Αναισθησία. Αδιαφορία. Κι εκείνη στέκει πάντα αγρυπνώντας πότε θα γυρίσει ο Άσωτος υιός και η Άσωτη κόρη. Παρακαλεί και κάμπτει την οργή του Δεσπότη Χριστού.
Σε μια ζωή ξεθωριασμένη και γκρίζα, η Παναγία είναι η μόνη που συγκρατεί ακέραια την πρότερη αίσθηση της πλάσης. Την αληθινή ευλογημένη ζωή, όπως την προίκισε ο Θεός πριν την καταστρέψουμε. Όσο και αν τα δαιμονοκίνητα ανθρωπάρια έχουν βαλθεί να διαλύσουν όλη την ομορφιά του ελληνικού καλοκαιριού, ο Δεκαπενταύγουστος στέκει πάντα ακλόνητος σαν βράχος στερεωμένος σε όρος ευλογίας. Μοσχομυριστός και θεοσκέπαστος, λιασμένος στο φως της ορθόδοξης Ελλάδας. Καθρεφτίζοντας όλες τις αντανακλάσεις της αιωνιότητας.
Ακούγοντας τη λειτουργιά σε μια ξύλινη ταπεινή καρέκλα, σε ένα πεζούλι που σε χαϊδεύει το μελτέμι, σε ένα σκαλοπάτι νησιώτικο ασβεστωμένο ή στη δροσερή σκιά ενός πλατάνου, η Χάρη της Παναγίας ζωντανεύει κάθε χρόνο τον καμβά των παιδικών μας αναμνήσεων. Γιατί όσο και να μεγαλώσουμε, στα μάτια της Παναγίας μας παραμένουμε πάντα παιδιά. Άτακτα ή φρόνιμα, μας αγαπάει το ίδιο.
Βασανίζονται οι άνθρωποι για να γίνουν πάλι παιδιά, να αντιστρέψουν το γήρας, να πολεμήσουν τον χρόνο, να κρύψουν τη φθορά, να κοροϊδέψουν τον θάνατο, να χαλάνε περιουσίες για να παγώσουν τα ρολόγια. Και δεν σκέφτονται οι δύστυχοι ότι ο αληθινός τρόπος για να ξανανιώσεις παιδί, είναι απλά να στραφείς στη μάνα σου και μάνα όλου του κόσμου, στην Παναγία.
Εκεί η ξεγνοιασιά, εκεί η ασφάλεια, εκεί η θαλπωρή, εκεί το χάδι το μητρικό, εκεί η αιωνιότητα και η αθανασία. Όλα τα άλλα είναι ψευτοπαρηγοριά στον άρρωστο. Είναι ορφάνια που την περιγελούν τα μπιχλιμπίδια.
Για δείτε τους μοναχούς που αφήνουν πίσω οικογένεια και κόσμο, πώς στο βλέμμα τους είναι σαν μικρά παιδιά γιατί αφήνονται στην αγκαλιά της Παναγίας. Η αγνότητα, το κέφι τους, η χαρά τους, τα άδολα πειράγματά τους, όλα δείχνουν ανθρώπους χορτασμένους από αγάπη μάνας, και ας άφησαν πίσω τον θησαυρό της κατά σάρκα μητέρας.
Να ένα μυστικό αιώνιας νιότης στην καρδιά, που δεν είναι μυστικό γιατί μας τα φανέρωσε όλα τα ωφέλιμα ο Θεός. Να ένας τρόπος να φυλάξουμε τα μαγαρισμένα καλοκαίρια μας. Η Παναγία μας, όπου προχωρά μπροστά, πίσω της αφήνει αύρα αιωνιότητας και αναλλοίωτου κάλλους. Ομορφαίνει την κτίση. Μετατρέπει την ασχήμια της εποχής μας, σε περίλαμπρα κοσμήματα στιγμών που ξεπροβάλλουν στην καθημερινότητα. Ζωντανεύει μέσα μας το δώρο της παιδικότητας, που στην πραγματικότητα δεν το καταστρέφει ο χρόνος, αλλά η φθοροποιός δράση των παθών.
Η Παναγία ομορφαίνει τη ζωή μας. Η Παναγία είναι πηγή της χαράς στη ζωή μας. Αν είναι να γίνουμε παιδιά, να γίνουμε μόνο δικά της.