Μεγάλη Παρασκευή: Η Ζωή εν Τάφω – Το αθάνατο μεγαλείο ενός ελληνορθόδοξου Επιταφίου
Μεγάλη Παρασκευή: Οι εικόνες, οι μυρωδιές, τα αισθήματα και οι συμβολισμοί, όλα κάνουν την Περιφορά του Επιταφίου μια πρόγευση παραδείσουΤι όμορφη και αθάνατη εικόνα, τι ελληνορθόδοξος θησαυρός, ο Επιτάφιος που σαν να πλέει στον αέρα, σκίζει στα δύο την υλική ψευτιά μας, και πορεύεται προς τη νικηφόρα εκστρατεία του Χριστού κατά του Άδη. Σμάρια χριστιανών ξεπροβοδίζουν τον Κύριο των πάντων, μυσταγωγούνται στο μυστήριο της αφράστου και αρρήτου ταφής.
Ο Σταυρός και τα Εξαπτέρυγα ορθώνονται κάτω απ’ τον γλυκό ανοιξιάτικο ουρανό και προπορεύονται της πομπής. Φαντάζουν σαν πένθιμα λάβαρα που συνοδεύουν τον Βασιλέα των Βασιλέων στη δόξα Του και στην άκρα ταπείνωσή Του. Οι αναμμένες λαμπάδες διαβαίνουν τους τόπους σαν γαλήνιο ποτάμι. Τα πρόσωπα φωτισμένα στο ιλαρό φως από τις φλόγες που τρεμοπαίζουν χαρμολυπημένα. Η πένθιμη σκηνή απλώνει στην ψυχή μια πνευματική ζεστασιά και μια παρηγοριά που μόνο η μάνα Εκκλησία προσφέρει με το χάδι της.
Η νύχτα ολόκληρη γίνεται εαρινός καμβάς για να περάσει από μέσα της η ζωγραφιά του Επιταφίου. Η πλάση ηρεμεί και γαληνεύει. Λες και συμμετέχει κι εκείνη στο Θείο δράμα γονατίζοντας μπροστά στο παράδοξο. Η φύση ολάκερη κενώνεται για να γεμίσει με ευωδία Χριστού. Υποχωρεί στο μεγαλείο της Μεγάλης Παρασκευής για να δώσει νόημα στην ύπαρξή της, με έναν μυστικό ύμνο στον πλαστουργό της. Τα ώτα της ψυχής μπορούν να ακούσουν τις σταυροαναστάσιμες χορδές μιας δημιουργίας που πάλλεται με το «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον».
Ο τάφος του Χριστού πορεύεται ήσυχος, σκεπασμένος από το πέπλο του απόβραδου. Στολισμένος με τα πιο ακριβά κοσμήματα της γης, λεμονανθούς και πασχαλιές, τριαντάφυλλα και ζουμπούλια. Αργόσυρτα η σεπτή πομπή περνάει έξω από ασβεστωμένες αυλές και βεράντες που καπνίζουν με μοσχομυριστό λιβάνι. Οι ευωδίες από αγιόκλημα και γιασεμί σμίγουν με το βυζαντινό αγέρι που αφήνει πίσω του ο Επιτάφιος. Μια κατανυκτική ηχώ από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, σμίγει με τις πένθιμες καμπάνες που σκίζουν τη σιγαλιά της νύχτας.
Το αργόσυρτα βήματα των χριστιανών σαν να ξορκίζουν με το ελαφρύ πάτημα τους το άγριο ποδοβολητό που ακούστηκε εκείνο το βράδυ στον κήπο της Γεθσημανή. Όταν το μανιασμένο τσούρμο πήγε να συλλάβει τον Αμνό του Θεού. Τότε που οι διώκτες μόλυναν με την άνομη σκόνη τους, τον αιμάτινο ιδρώτα της αγωνίας του Χριστού. Εκείνη η χριστοκτόνα συνοδεία ήταν άτιμη, ετούτη η ανοιξιάτικη περιφορά είναι τίμια και σεπτή. Αποκαθιστά την πνευματική τάξη και εξαγνίζει τον άνθρωπο από το έγκλημα.
Κι εσύ περπατάς προσευχόμενος ώσπου να σταθείς σε ένα ακόμη σταυροδρόμι. Ο ιερέας εξαγιάζει τις γειτονιές της ενορίας. Φιγούρα σεβάσμια, ρωμαίικη και αρχαία σαν να ξεπήδησε από συναξάρι. Υποτάσσει τα επίγεια και τα καταχθόνια με ένα του σταύρωμα. Το ράσο ημερεύει τον τόπο. Ξανασαίνουν τα σπίτια και οι ερημιές με ευλογία. Διψασμένα τα εγκόσμια, πίνουν αχόρταγα γουλιές χάρης. Πόσο πιο πράες θα ήταν οι καρδιές αν κάθε μέρα βιώναμε μια Μεγάλη Παρασκευή;
Στέκεσαι και συλλογιέσαι τη ματαιότητα σου. Πόσα σταυροδρόμια της βιοτής μας περάσαμε ασυλλόγιστα χωρίς να υπολογίζουμε που μας βγάζουν; Με ένα πέρασμα Επιταφίου μοιάζει η ζωή. Και κάθε κεράκι που τον συνοδεύει, σβήνει στην ώρα που του ορίζεται. Και πάει να συναντήσει τον Κύρη της Ζωής. Αδειάζουν τα πλήθη και ξαναπυκνώνουν από νέες γενιές. Όντως φοβερό το του θανάτου μυστήριο. Ακόμα και ο Παντοκράτορας δεν το άφησε αδιάβατο. Πέρασε το κατώφλι ως τέλειος θνητός και έπειτα το διέλυσε ως τέλειος Θεός.
Και ο Επιτάφιος κράζει σιωπηλά: Ιδού το μυστήριο της Σωτηρίας, ένας θάνατος καταπίνει τον κόσμο και μια Ανάσταση τον ξαναγεννά αθάνατο. Πενθήστε για λίγο τον νεκρό σας Δέσποτα, ώσπου να ανατείλει ο ήλιος της τριήμερης Έγερσης. Και αν σας λυγίζει η σιωπή μου, ακούστε τον αιώνιο αντίλαλο του «Λάζαρε δεύρο έξω». Ο λίθος θα κυλίσει ξανά. Και όλοι οι λίθοι θα κυλίσουν ξανά κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Όλα τα μνήματα θα ανοιχτούν και η γη θα παραδώσει τους νεκρούς της στα χέρια του Κριτή.
Αμέσως έρχεται στο νου η φωνούλα του Αγίου Πορφυρίου, σαν να τον ακούς στο αυτί σου: «Βρε δεν υπάρχει θάνατος! Το κατάλαβες; Δεν θα δοκιμάσουμε την «πεθαμενίλα»!
Περπατάς ξανά. Οι δεήσεις ψέλνονται γλυκά και η πομπή κλείνει σιγά σιγά τον κύκλο της. Αργοταξιδεύει προς το ευλογημένο λιμάνι της ενορίας. Οι αισθήσεις σφραγίζουν μέσα τους το μυστικό θαύμα, όπως ο κενός τάφος σφράγισε μέσα του την ανάσα του κόσμου. Άλλο ένα κρυφοκοίταγμα στον παράδεισο.
Ο Επιτάφιος καταφθάνει επιβλητικός έξω από τη θύρα του Ιερού Ναού. Και ο Ιερέας την χτυπάει και βροντοφωνάζει το σύνθημα της εφόδου: « Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης».
Ο Άδης ακούγεται πίσω από την θύρα και ρωτάει με θρασύτητα: «Τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης;»
Και ο ιερέας αποκρίνεται: «Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ. Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης»!
Τρεις φορές ο Άδης λέει τα ίδια στερνά του λόγια, μη γνωρίζοντας τι τον περιμένει. Την τρίτη φορά οι πόρτες ανοίγουν με ορμή και ο Χριστός μπαίνει σαν σίφουνας και αλώνει το κράτος του θανάτου. Οι αιώνιες πύλες καταρρίπτονται. Ο βαρύς πένθιμος αέρας ήδη άρχισε να διαλύεται και να δίνει τη θέση του στη δροσερή αύρα της Ανάστασης.
Ένας – ένας οι πιστοί περνούν κάτω από τον Επιτάφιο για να πάρουν μια ύστατη μερίδα ευλογίας που θα τους συνοδεύει όλο τον χρόνο. Είναι ο τελευταίος ασπασμός πριν από εκείνο το ιλαρό χάραγμα που καταφθάνουν οι μυροφόρες. Τότε που δεν ανέτειλε ήλιος αλλά ανέσπερο φως. Ατενίζουμε τις πένθιμες σιλουέτες τους να πλησιάζουν. Και να βλέπουν τον λίθο αποκυλισμένο, το μνημείο κενό και τον άγγελο απαστράπτοντα να τους λέει ότι ο εσταυρωμένος «Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη».