Δεν θα μπορούσαμε να το αφήσουμε απλά να περάσει έτσι. Δεν είναι μια ακόμα μία μέρα στο ημερολόγιο. Είναι μια «μαύρη» επέτειος. Το Sportime την θυμάται και αφιερώνει και το πρωτοσέλιδο.
Δεν είναι η μέρα που θυμίζει. Δεν είναι μία μέρα. Από την μία βέβαια πάλι καλά που έστω και το 1994, εβδομήντα χρόνια μετά δηλαδή το τέλος μιας δολοφονικής εθνολογικής εκκαθάρισης από τους νεότουρκους του Κεμάλ, το ελληνικό κράτος, βρήκε το θάρρος (;), την μνήμη, την αιδώ, την αίσθηση μεταμέλειας και μετάνοιας για τις δεκαετίες επίσημης θεσμικής άγνοιας, να αναγνωρίσει επιτέλους και επίσημα πως υπήρξε. Πως έγινε η Γενοκτονία των Ποντίων θεσπίζοντας την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της, ως ημέρα πένθους.
Συμβολική η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας, αφού σε αυτήν ακριβώς, το 1919 οι ορδές του Κεμάλ πάτησαν το πόδι τους στην Σαμψούντα, μια από τις πόλεις προπύργια του ποντιακού ελληνισμού με τον εθνάρχη των Τούρκων έχοντας ήδη στο «ενεργητικό» του τη γενοκτονία των Αρμενίων, να δίνει επ’ αφορμής εντολή για μαζικές πλέον εκκαθαρίσεις και των Ποντίων, ακριβώς στο μέσο της δεκαετίας που θεωρήθηκε από κάθε διεθνή και ιστορικό οργανισμό ως το διάστημα που απαιτήθηκε για να συντελεστεί η Γενοκτονία των Ποντίων (1914-23).
Ο όρος σημαίνει τη μεθοδική εξολόθρευση, ολική ή μερική, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας. Πρόκειται για ένα πρωτογενές έγκλημα, το οποίο δεν έχει συνάρτηση με πολεμικές συγκρούσεις. Αυτά για να καταλαβαίνουμε για τι ακριβώς μιλάμε. Ακόμη και βάσει ενός ψυχρού, χωρίς συναισθήματα, ορισμού. Γιατί αν βάλουμε συναισθήματα τότε η κατάσταση ξεφεύγει.
Διαβάστε ακόμα
Κώστας Μπαλαχούτης: Γενοκτονία και Ξεριζωμός
Σφαγές, δολοφονίες, εξάντληση από έκθεση σε κακουχίες, βασανιστήρια, πείνα και δίψα, οι πορείες θανάτου στην έρημο, εν ψυχρώ δολοφονίες και εκτελέσεις, συνήθως βάρβαρες, απάνθρωπες, φρικαλέες, αποτελούν μόνο ένα κομμάτι των βαρβαροτήτων που συνέθεσαν τη μεθοδολογία για την εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου και των ελληνικών κοινοτήτων από τα νοτιαναοτολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, μιας αδιαμφισβήτητα επί τρεις χιλιετίες ελληνικής εθνολογικά, γλωσσολογικά, πολιτισμικά, κοινωνικά περιοχής.
Οι αριθμοί των ανθρώπινων απωλειών σοκάρουν. Αγνωστος ο αριθμός των νεκρών, εκτιμάται πως ξεπέρασε και τις 350.000, περίπου δηλαδή το μισό του ποντιακού ελληνισμού στην περιοχή, με το άλλο μισό που κατάφερε μέσα από απίστευτες βαναυσότητες να επιβιώσει αναγκαζόμενο να αφήσει τις πατρογονικές εστίες, να εξωθείται για να σωθεί στις σοβιετικές δημοκρατίες, στη δυτική Τουρκία με σκοπό ένα πέρασμα στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, οπουδήποτε δηλαδή μπορούσαν για να γλυτώσουν από τα δολοφονικά τάγματα των νεότουρκων.
Άφησαν πίσω σπίτια, εκκλησίες, πολιτισμό. Μα κυρίως εικόνες, ήχους, γεύσεις. Ονόματα που ακόμη και η ανάγνωση τους, ακόμη και η εκφορά τους δημιουργεί ρίγη. Οχι μόνο σε όσους κατάγονται από εκεί, αλλά σε όλους τους Ελληνες που σιγά σιγά, μαθαίνουν για τη Γενοκτονία ενός σημαντικότατου κομματιού του Εθνους.
Απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες και στείρες εμμονές, που αλλοιώνουν την ιστορία, αποχαρακτηρίζουν την πραγματικότητα και τις επαχθείς πράξεις και δεν βοηθούν στη διατήρηση, έστω, της συλλογικής, εθνολογικής μνήμης. Δεν έμεινε άλλωστε τίποτα άλλο, παρά αυτά ακριβώς τα ονόματα. Τραπεζούντα, Σαμψούντα. Κερασούντα. Μπάφρα.
Πατρίδες παππούδων και γιαγιάδων, μα και τόποι βαμμένοι στο αίμα από τα μαρτύρια που οι ίδιοι υπέστησαν. Πώς να μην αναδακριώνεις λοιπόν ακόμη και στο άκουσμα τους; Πώς να αγνοείς, έστω και αυτήν την μία μέρα που επιβάλλεται να θυμάσαι. Γενοκτονία Ποντίων σήμερα. Γενοκτονία Ελλήνων.
Την πατρίδαμ’ έχασα,
άκλαψα και πόνεσα.
Λύουμαι κι αρόθυμο, όι όι
ν’ ανασπάλω κι επορώ.
Μίαν κι άλλο `σην ζωή μ’
σο πεγάδι μ’ σην αυλή μ’ .
Νέροπον ας έπινα, όι όι
και τ’ ομμάτα μ’ έπλυνα.
Τά ταφία μ’ έχασα
ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα.
Τ’ εμετέρτς αναστορώ, όι όι
και `ς σο ψυόπο μ’ κουβαλώ.
Εκκλησίας έρημα,
μοναστήρα ακάντηλα,
πόρτας και παράθυρα, όι όι
επέμναν ακρόνυχτα.