Δεν υπάρχουν λέξεις. Δεν γίνεται να υπάρξουν. Ακόμη και δύο χρόνια μετά, δεν μπορούν να υπάρξουν. Που να καταγράφουν τα αλλεπάλληλα εγκλήματα. Που να αποτυπώνουν τραγωδία. Τραγωδίες. Προσωπικές, οικογενειακές, κοινωνικές, εθνικές. Που να ψηλαφίζουν έστω συναισθήματα. Δεν γίνεται. Που να εκφράζουν οργή, αγανάκτηση.
Όχι μόνο για τα όσα έγιναν πριν ακριβώς δύο χρόνια στο Μάτι, αλλά για όσα γίνονται καθημερινά, έκτοτε προσβάλλοντας την μνήμη των 102 αδικοχαμένων ανθρώπων στη φονική πυρκαγιά.
Προσβάλλοντας το δημόσιο αίσθημα. Προσβάλλοντας την απαίτηση για απόδοση ευθυνών. Που επιτέλους, για μια σπάνια φορά, δεν μπορεί, δεν πρέπει και δεν γίνεται να επιμερίζονται μεταξύ του στρατηγού ανέμου, της άναρχης δόμησης, του φονικού κοκτέιλ καιρικών συνθηκών, της ανθρώπινης επιπολαιότητας και των λαθών της στιγμής.
Αλήθεια, σκεφτείτε, τι «λάθος» ακριβώς έκαναν η Βασιλική και η Σοφία, τα εννιάχρονια δίδυμα αγγελούδια που βρέθηκαν απανθρακωμένα στην αγκαλιά των παππούδων τους; Μπορεί ανθρώπινος νους να το αναλογιστεί αυτό. Αρχικά ως εικόνα και μόνο. Μετά, να προσπαθήσει έστω να μπει, όσο είναι δυνατόν, στην ψυχούλα αυτών των αγγέλων. Στο μυαλό των παππούδων τους, βλέποντας τη φωτιά να έρχεται, χωρίς καμία διαφυγή, με προδιαγεγραμμένο, μαρτυρικό τέλος και μόνο αποκούμπι, μόνη παρηγοριά, την αγκαλιά.
Μόνο και μόνο αυτή η αναφορά, μόνο και μόνο αυτή η σκέψη, μόνο και μόνο αυτή η θύμηση, φτάνει και περισσεύει όχι απλώς για την ξέχειλη οργή, αλλά και για να σταματήσει όλη αυτή η κουβέντα ασέβειας -και αυτός ο χαρακτηρισμός με πολλή ευγένεια και φλερτάροντας με τα όρια προσωπικής ανοχής- στην ανείπωτη αγωνία αυτών των δύο κοριτσιών που με αυτόν τον φοβερό τρόπο έχασαν τόσο νωρίς κι άδικα τη ζωή τους.
Δεν «θάβεται» τίποτα. Θάψαμε. Ως κοινωνία. 102 συνανθρώπους μας. Παιδιά. Πατεράδες και μανάδες. Παππούδες και γιαγιάδες. Αυτούς θάψαμε. Αφού πρώτα τους βρήκαμε καμένους. Η ανθρωπιά επιβάλλει σιωπή. Σκυμμένο κεφάλι, κατεβασμένα μάτια, σφραγισμένο ερμητικά στόμα από δαύτους που αφού απέτυχαν να αποτρέψουν όλους αυτούς τους αναίτιους θανάτους, αδυνατούν -είτε γιατί δεν μπορούν, είτε γιατί κακουργηματικά δεν θέλουν- τουλάχιστον να δικαιώσουν τους οικείους τους, αλλά και όλους εμάς που τα βιώσαμε σοκαρισμένοι από το μέγεθος της τραγωδίας.
Όλους αυτούς, όλους εμάς, που πέραν από αυτονόητες εξηγήσεις, απαιτούν δικαιοσύνη και τιμωρίας. Όχι «αίμα». Διαφοροποίηση. Αίσθηση πως επιτέλους κάτι αλλάζει και γίνεται ό,τι πρέπει. Όπως πρέπει. Προς εκείνους που τους πρέπει. Σε εποχή που επιβάλλεται προφανώς εθνική ομοψυχία. Γιατί όλα συνδέονται. Όλα είναι παγιωμένα.
Πως να ζητήσεις αυτό ακριβώς, ομοψυχία, όταν ο Ερντογάν διεκδικεί ακόμη και την Κρήτη, όταν ακόμη οι ήρωες των Ιμίων, παραμένουν ζήτημα που ούτε καν συζητείται, ούτε καν κανείς δεν θέλει να συζητήσει; Το Μάτι ήταν το σημείο καμπής. Της συλλογικής ανοχής. Της κοινωνικής ανοχής. Δεν έχει να κάνει με πολιτικές πεποιθήσεις. Είναι πολύ φτηνή μια τέτοια θεώρηση. Και στους νεκρούς απαγορεύεται ευτελισμός.
Η Βασιλική και η Σοφία, σήμερα θα ήταν έντεκα χρονών. Δεσποινίδες κανονικές. Στα πρόθυρα της εφηβείας τους, της βιολογικής τους άνθισης. Θα ένιωθαν τα πρώτα σκιρτήματα, θα μεγιστοποιούσαν σε μυαλό και καρδιά το πρώτο διαφορετικό συναίσθημα. Από εκεί ψηλά που βρίσκονται οι ψυχούλες τους, ας τις απαλύνουμε. Τουλάχιστον. Για ν’ αλαφρώσουμε κι εμείς. Για ν’ αλλάξουμε. Το λιγότερο που επιβάλλεται να κάνουμε. Διότι την ιστορία, κάθε φορά που τη φέρνεις στο μυαλό σου, γεύεσαι τη στάχτη…