Ο Νίκος Αλέφαντος ήταν viral πριν το ανακαλύψουμε ως όρο. Μα έγινε γιατί ήταν γνήσιος, αυθεντικός. Καλτ; Σίγουρα. Μα αλήθεια, τι στο ποδόσφαιρο, τι στο αγνό ποδόσφαιρο, στο ποδόσφαιρο της αλάνας, της γειτονιάς και του παιδικού μας μυαλού, δεν είναι καλτ; Αυτό ακριβώς αγαπήθηκε. Και αυτό ακριβώς εισπράχτηκε, καθολικά, μετά το μαντάτο του χαμού του.
Θύμησες είναι το ποδόσφαιρο. Εικόνες, στιγμές. Ατάκες, συναισθήματα. Φωνές, κινήσεις. Κλάματα, χάρες. Και άπειρα άλλα. Που σχετίζονται με τα τεκταινόμενα στις τέσσερις γραμμές, που προκαλούνται από δαύτα, αλλά δεν έχουν αμεσότητα με το τόπι. Δεν είναι ένα γκολ, μια ντρίμπλα, μια πάσα.
Σκεφτείτε λοιπόν. Οι χτεσινοί και οι.. προχτεσινοί. Οι νεότεροι και οι παλαιότεροι. Αυτοί που έχουν εικόνα στα μάτια και όσοι έχουν αφηγήσεις στ’ αυτιά. Σκεφτείτε αν υπάρχει έστω και ένας που δεν συνδέει το όνομα Νίκος Αλέφαντος με μια ανάμνηση. Με μια ποδοσφαιρική στιγμή. Με μια ιστορία.
Για να το απλοποιήσω, δεν υπάρχει. Ούτε ένας. Μην το συγχέετε με την προπονητική του επάρκεια, τη δεινότητα του στο κοουτσάρισμα, την αποτελεσματικότητα του στους πάγκους. Ολα στην άκρη αυτά. Υποκειμενικά τελείως αν μιλάμε για γούστα ή αντικειμενικά αν κρίνονται από νίκες, επιτυχίες, τίτλους.
Εν προκειμένω όμως, δεν μπαίνουν στο ζύγι. Δεν «βαραίνουν» τη συλλογική μνήμη. Δεν διαμορφώνουν, αυτά, άποψη και δεν αλλάζουν το σφίξιμο που όλοι, μικροί μεγάλοι, γνωστοί του ή άγνωστοι του, νιώσαμε στο άκουσμα του χαμού του. Γιατί μαζί του φεύγει ένα κομμάτι του ποδοσφαίρου.
Ενα κομμάτι της αγνότητας του ποδοσφαίρου. Γιατί αυτό ακριβώς ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Χωρίς καμία διάθεση αγιοποίησης ούτε και οποιασδήποτε δικαίωσης αυτού – του όποιου – που φεύγει. Ηταν αγνός, καθαρός. Γι’ αυτό και μπερδεμένος. Γι’ αυτό και αναιρούνταν. Γιατί μιλούσε η καρδιά κι όχι το μυαλό του.
Γιατί μιλούσε μέσα από το ποδόσφαιρο που ο ίδιος καταλάβαινε. Δεν έχει σημασία αν ήταν το «σωστό». Δεν έχει σημασία αν ήταν το «σύγχρονο», το μοντέρνο, το in, το γκλαμουράτο. Εχει σημασία αυτό το ποδόσφαιρο που δεν ήταν: δεν ήταν αποστειρωμένο, δεν ήταν άτεγκτο, δεν ήταν «επαγγελματικό».
Για τον «Αλέ», ίδιο ήταν. Είτε κυνηγούσε οπαδούς στον Αστέρα Εξαρχείων. Είτε έβγαινε στην Πέτρου Ράλλη, κόβοντας την κυκλοφορία για να πανηγυρίσει νίκη του ΠΑΟ Ρουφ. Είτε έκανε διαλέξεις για συστήματα, διατάξεις και ρόλους με κεφτεδάκια, με μπουκάλια και καπάκια τους, ή ακόμη και τελευταία, πιο εξελιγμένα, με μινιατούρες ποδοσφαιριστών σε τσόχα για σουμπούτεο.
Είτε τις διαλέξεις τις έδινε on camera, έξω από τα αποδυτήρια του ΟΑΚΑ, σε δημοσιογράφους που τολμούσαν να τον αμφισβητήσουν. Είτε γιατί τα βάσανα του ντύθηκαν με νότες και έγιναν τραγούδι με τ’ όνομα του τίτλο. Είτε επικαλούνταν τον «τιτάνα τον Χάπελ», για να παρακολουθήσει προπονήσεις και προετοιμασία του οποίου έκανε μέχρι και έρανο κατά καιρούς, αφού λεφτά από την μπάλα, δεν έβγαλε ποτέ. Ποια λεφτά μωρέ, σε παρακαλώ…
Είτε παρακαλούσε να βγει ο Δούρος στο τηλέφωνο σε εκπομπή στιλιζαρισμένη, επιτηδευμένη και στημένη για να τον χλευάσει. Μα αυτός, τον πόνο του, το μαράζι του, ανθρώπινα βγήκε, εκεί, για να μοιραστεί. Του έμεινε το απωθημένο ενός τίτλου. Και τότε, τον άγγιξε. Δεν τον ενδιέφερε τίποτα άλλο.
Ενας και μοναδικός ο Νικόλας. Και σίγουρα το φευγιό του κάνει φτωχότερο το ποδόσφαιρο που συζητάμε, που θυμόμαστε, που μας μένει, που διηγούμαστε, που συντηρούμε και μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές.
Καλό Παράδεισο. Μάθε τους και εκεί μπαλίτσα άρχοντα…