Άγγελος Αναστασιάδης, μία περίπτωση ιδιαίτερη… Κανείς δεν θα τον μάθει τώρα. Κοντεύει τρεις δεκαετίες στους πάγκους. Και δεν έχει αλλάξει δράμι. Με τους ίδιους συνεργάτες πορεύεται από την Κύπρο, ως τον Πλατανιά και την Εθνική. Με τα ίδια κοσμητικά προσφωνεί τους παίκτες του. Αλλοτε γιαπιά, άλλοτε ταγάρια, άλλο πεθαμένα, άλλοτε γίδια, πάντα παλικάρια. Την ίδια κοσμοθεωρία, θεοκεντρική – και δικαίωμα του – έχει σε όλη του τη ζωή, πολλές φορές, όμως, συγχέοντάς την με κάτι αμιγώς τεχνοκρατικό, δομημένο, αξιοκρατικό, ή αν ακόμη θέλετε και το άλλο άκρο, μια συνάρτηση τυχαιοτήτων και αστάθμητων μεταβλητών, όπως είναι το ποδόσφαιρο.
Κάθε Κυριακή, θα πάει στην εκκλησία. Τρεις με τέσσερις φορές τον χρόνο, θα κάνει αγιασμό. Οι επισκέψεις στο Αγιο Ορος και η επικοινωνία με τον πνευματικό του, ακόμη συχνότερες. Πολύ συχνότερες. Τον τελευταίο τον εμπιστεύεται τόσο που αποφασίζει γι’ αυτόν. Εύλογη η διαχρονική απορία συνεπώς, αν ο πνευματικός του Αναστασιάδη βλέπει ποδόσφαιρο. Αν το καταλαβαίνει. Αν μπορεί να αντιληφθεί τις επιπτώσεις των συμβουλών του.
Και, προς αποφυγή παρεξηγήσεων – και προς… Θεού- εξυπακούεται πως λόγος δεν πέφτει σε κανέναν για την πίστη και το πώς αυτή εκδηλώνεται ή εκφράζεται για οποιονδήποτε άνθρωπο. Για τον προπονητή του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, όμως, είναι αυτονόητο πως η κριτική, η ποδοσφαιρική κριτική, θα περιλαμβάνει τα πάντα, ή έστω εκείνα που ο ίδιος φροντίζει να εμπλέκει στη δουλειά του.
Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, ναι να «σταυρωθεί» ο Αναστασιάδης. Μεταξύ μας, μπορεί και να το επιδιώκει. Δεν θα είναι η πρώτη φορά άλλωστε. Θέλει, γουστάρει, να βγαίνει αυτός μπροστά, να τραβάει το κουπί, να δέχεται τα βέλη. Και όχι το γκρουπ, η ομάδα, οι παίκτες. Αυτό, θα σας το πουν όλοι οι ποδοσφαιριστές που συνεργάστηκε. Ακόμη και ο Πάουλο Σόουζα, ο οποίος για ένα ποτήρι κρασί, κάποτε, βγήκε δημοσίως στη σέντρα και μια ποδοσφαιρική καριέρα γεμάτη κούπες, τίτλους και διακρίσεις, αυτομάτως – για μας εδώ– ξεχάστηκε και αντικαταστάθηκε με το «δεν μπορεί το παλικάρι».
Φτάνει, όμως, αυτό για να γίνει εκλέκτορας ο Αναστασιάδης;
Φτάνει αυτό για να τον βγάλεις από τη ναφθαλίνη, από τα πρόθυρα της σύνταξης και από εκεί που είχε να προπονήσει δύο χρόνια, να του δώσεις τα ηνία της Εθνικής ομάδας; Μια Εθνικής που ψυχορραγούσε, που πασχίζει εδώ και χρόνια να ταιριάξει την περπατησιά της με αυτήν της εξέλιξης και της προόδου του αθλήματος;
Ναι, δεν περνάει εβδομάδα που δεν θα πάρει τηλέφωνο τους ξενιτεμένους διεθνείς – και όχι μόνο αυτούς – για να τους μιλήσει, να ρωτήσει, να ενδιαφερθεί, να μάθει. Ναι, ταγάρια θα τους αποκαλέσει όταν απαντήσουν, αλλά θα πάρει.
Φτάνει, όμως, αυτό για να γίνει εκλέκτορας;
Η προπονητική μεθοδολογία του, πάντα, ιδιαίτερη, αταλάντευτη. Του αρέσει να μπερδεύει ακόμη και τους παίκτες του. Οι τεχνητές κρίσεις, εντάσεις, καυγάδες, που προκαλούσε ενόσω προπονούσε συλλόγους κατά τη διάρκεια της εβδομάδας προκειμένου τα… παλικάρια, να εμφανιστούν τσιτωμένα την Κυριακή, παροιμιώδεις. Το ίδιο έκανε και με το… καλημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του στην Εθνική. Το ίδιο έκανε και παραμονές του προχτεσινού, τραγικού παιχνιδιού με την Ιταλία.
Φτάνει, όμως, αυτό για να γίνει εκλέκτορας;
Αγαπάει, δεδομένα, τη γαλανόλευκη. Τον ήθελε σαν τρελός ο – τότε τεχνικός διευθυντής της Εθνικής – Καραγκούνης το 2015 στη μετά Ρανιέρι εποχή. Τότε, όμως, δεν μπορούσε να αφήσει κάτι που αγαπούσε περισσότερο. Τον ΠΑΟΚ, στον πάγκο του οποίου βρίσκονταν για τρίτη και τελευταία φορά στην καριέρα του. Τώρα, το περασμένο φθινόπωρο, επιλέχθηκε γιατί – κακά τα ψέματα – με τα οικονομικά της ομοσπονδίας, κάτι άλλο, δεν γίνονταν να βρεθεί. Και ο Αναστασιάδης, τα χρήματα δεν τα λογαριάζει.
Φτάνει, όμως, αυτό για να γίνει εκλέκτορας;
Και άντε, οι επιλογές σε πρόσωπα, σχήματα, ρόλους, τακτικές, οτιδήποτε ποδοσφαιρικό τέλος πάντων, τον τρόπο, την προσέγγιση, όλα που συνθέτουν το – γνωστό σε όλους – πακέτο του, είναι ακριβώς αυτά που όλοι, μα όλοι περιμέναμε. Φτάνουν, όμως, για να εμπνεύσουν παίκτες, συνεργάτες, κοινή γνώμη; Φτάνουν για να θεμελιώσουν μια έστω τείνουσα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο Εθνική ομάδα;
Του Κυρίου δεηθώμεν…