Tο τίκι-τάκα θα χάνει πάντα από το hunting του Κλοπ
Η Σίτι του Πεπ θέλει να έχει την μπάλα και η Λίβερπουλ του Κλοπ «τρέφεται» από το να την κυνηγά…Ο τύπος καθόταν σε μια γωνία. Πότε σήκωνε το βλέμμα του να κοιτάξει στην προπόνηση, πότε όχι. Φυγόκεντρος δύναμη του ματιά του, πάντα, ο χρονόμετρο. Σταμάταγε, ξεκινούσε. Πάντα με το δικό του πρόσταγμα. Συνέβαινε συνεχώς. Λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν στην αρχή. Δεν ήθελε και ο ίδιος.
Ο Γιάκουμπ Μπλαστσικόφσκι ήταν αυτός που τον πλησίασε και τον ρώτησε. «Επιτέλους», αναφώνησε ο ξανθός κόουτς. Ήταν η πρώτη φορά το τελευταίο τριήμερο που ο Γιούργκεν Κλοπ χαμογέλασε. Θεώρησε πως οι παίκτες του αδιαφορούν, πως ντρέπονταν. Ακόμα χειρότερα, πως πίστεψαν πως φοβάται.
Εκείνες οι μέρες πριν από την αναμέτρηση με τη Ρεάλ ήταν περίεργες, είναι η αλήθεια, στο Ντόρτμουντ. Ο κόσμος είχε «εξαφανίσει» τα εισιτήρια. Την ένιωθες, την έπιανες στον αέρα. Η γλυκιά προσμονή του «κάτι καλό θα συμβεί». Ο διοπτροφόρος τεχνικός της Ντόρτμουντ την είδε να αντανακλάται, στα μάτια του. Τη φαντάστηκε. Έπρεπε όμως και να τη σχεδιάσει. Έπρεπε να βρει και τον τρόπο.
Πάντα του άρεσε να εξυφαίνει ιστορίες. Χρησιμοποιούσε πολλές τέτοιες για να πείσει τους παίκτες του για κάτι. Όταν δεν ήθελε να το κάνει με λόγια, έφτιαχνε ένα σκετς. Πρωταγωνιστής, ο εαυτός του. Πάντα αυτός. Αυτή τη φορά έπρεπε να δώσει αξία στο ρολόι. Στο χρονόμετρο. Πλησίασε λοιπόν τον Μπλαστσικόφσκι και του είπε να φωνάξει και τους υπόλοιπους.
«Μπορούμε να κερδίσουμε τη Ρεάλ. Πρέπει να γίνουμε όμως πιο γρήγοροι. Με το που χάνεται την μπάλα πρέπει να την ανακτήσετε πάλι. Σε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα». Σοκ! Γίνεται; Δεν γίνεται. Τους έκανε όμως να το πιστεύουν. Να πέφτουν δυο-τρεις, πολλές φορές, και τέσσερις πάνω στον αντίπαλο παίκτη για να πάρουν μπάλα. Σκύλιασαν.
Τυπικά ήταν ένα 4-2-3-1. Με τους Μπέντερ και Γκιντογάν στα χαφ, μπροστά τους τον Γκέτσε, στις άκρες Ρόις και Μπλαστσικόφσκι και μπροστά τον Λεβαντόφσκι. Αμυντικά όμως ο «Κούμπα έκλεινε πάντα στα χαφ. Η άμυαν γίνονταν με 4-3-3. Το πάρσιμο της μπάλας για την ακρίβεια. Οι μεσαίοι έπαιρναν την μπάλα και την έστελναν καρφί στους Γκέτσε, Ρόις, Λεβαντόφσκι. Ο τελευταίος… έγραψε «ντόρτια» και την υπόλοιπη ιστορία την ξέρετε.
Στο μας με τη Σίτι έπρεπε πάλι να αυτοσχεδιάσει. Βρήκε κοινή συνισταμένη. Τρεις Αγγλοι. Μίλνερ, Τσάμπερλεϊν, Χέντερσον. Τρέξτε, κλέψτε και δώστε την μπάλα μπροστά. Με british style δηλαδή. Του βγήκε, το είχε δουλέψει στο κεφάλι του, ξέροντας πως δεν είχε τον Τσαν διαθέσιμο. Μια… μικρή γεύση, είχαμε δει και στο ματς με την Πόρτο. Κρυμμένη τακτική τότε, με τον Βαϊνάλντουμ αντί του Τσάμπερλεϊν τότε στην ενδεκάδα.
Αυτή είναι η λογική του, η φιλοσοφία του, ο τρόπος της προπονητικής ζωής του. Οι γρήγορες αντεπιθέσεις. Εκμοντερνισμένες όμως. Σχεδιασμένες με κάθε λεπτομέρεια. Ολη του η κοσμοθεωρία η γρήγορη ανάκτηση της μπάλας, όταν αυτή χάνεται. Με το που παρθεί αυτή, αμέσως στην επίθεση. Με τη μία. Με ταχύτητα. Direct pass.
Το ακριβώς αντίθετο από τον Πεπ Γκουαρντιόλα. Ο Καταλανός ξεκινά το build up της επίθεσής του από τον ίδιο του τον τερματοφύλακα. Στήνει τρίγωνα, ακόμα και στη δική του μικρή περιοχή. Ο Κλοπ, το το δικό του, το ξεκινά από τη στιγμή που χάνει την μπάλα η ομάδα του. Καινοτομία. Ακόμα και ο μεταρρυθμιστής Πεπ Γκουαρντιόλα θα τη ζήλευε. Η Λίβερπουλ, οι ομάδες του Κλοπ, παίζουν το ποδόσφαιρο που δεν μπορεί να εξουδετερώσει καμία έκδοση του τίκι-τάκα. Πώς να εξοντώσεις με passing game μια ομάδα που… τρέφεται από το να κυνηγάει να σου πάρει την μπάλα;