Οι αναμνήσεις δεν πεθαίνουν, το ποδόσφαιρο, όμως, ναι… πέθανε!
Ναι είναι δύσκολο να γράψει οποιοσδήποτε κάτι για τον Ντιέγκο Μαραντόνα και αυτό το κάτι να αποτυπώσει την προσφορά του στο ποδόσφαιρο, στην κοινωνία, στα ανθρώπινα συναισθήματα.Ναι είναι δύσκολο να γράψει οποιοσδήποτε κάτι για τον Ντιέγκο Μαραντόνα και αυτό το κάτι να αποτυπώσει την προσφορά του στο ποδόσφαιρο, στην κοινωνία, στα ανθρώπινα συναισθήματα.
Το ποδόσφαιρο, γνωστό είναι, δεν είναι ένα απλό σπορ και ο Βασιλιάς του ήταν αυτός ο κοντοπίθαρος από το Λανούς του Μπουένος Αϊρες. Η είδηση του θανάτου του Μαραντόνα δεν είναι απλά ένα ιστορικό γεγονός. Το ποδόσφαιρο, πλέον, θα εξιστορείται στην προ Μαραντόνα και στη μετά Μαραντόνα εποχή.
Ενδιάμεσα θα είναι αυτά τα 60 ταραχώδη χρόνια που έζησε πάνω στη Γη. Ο Μαραντόνα για δύο πράγματα θα μείνει στις θύμησες όλων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μαραντόνα – Αλεξανδρίδης στο Sportime: «Κρατάω τη φανέλα του Ντιέγκο 31 χρόνια»
Η τεράστια παικτική του ικανότητα, ο τρόπος που άγγιζε την μπάλα δεν αμφισβητείται. Είτε άρεσε σε κάποιους ο χαρακτήρας του είτε όχι, το γεγονός πως ήταν ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί κανείς να το διαψεύσει.
Ο Μαραντόνα δεν ήταν ποδοσφαιριστής. Ήταν το ποδόσφαιρο. Και δεν ήταν μόνο πως ήταν ο καλύτερος παίκτης του κόσμου.
Όπου και αν πήγαινε, σε όποια πόλη, άφηνε μια αύρα πως ήταν κάποιος ανώτερος. Σα να μην ήταν από τούτο τον κόσμο. Σα να ήταν ανώτερος από αυτόν τον κόσμο.
Ο Μαραντόνα έχει συνδεθεί, φυσικά, με δύο ομάδες. Με τη μεγάλη του αγάπη την Μπόκα Τζούνιορς αλλά και τη Νάπολι.
Με την Μπόκα γιατί ο αργεντίνικος ποδοσφαιρικός μύθος τον θέλει να πηγαίνει εκεί ακόμα και όταν η Ρίβερ Πλέιτ έδινε περισσότερα χρήματα στην Αρχεντίνος Τζούνιορς.
Με τη Νάπολι, γιατί πήρε μια ομάδα από τον ταλαιπωρημένο Νότο, που ποτέ δεν είχε πάρει τίτλο και την έκανε κορυφαία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Άντε ρε που πέθανε ο Μαραντόνα…
Έκανε τις μεγάλες Γιουβέντους, Ίντερ και Μίλαν να υποκλιθούν, οι φτωχοί κάτοικοι του ιταλικού Νότου είχαν μια καλή δικαιολογία να νιώθουν ανώτεροι από τους πλούσιους του Βορρά.
Είχαν καλύτερη ομάδα, ήταν πρωταθλητές.
Όπου πήγαινε ο Ντιέγκο άφηνε το στίγμα του. Από τη Βαρκελώνη και τη Σεβίλλη, μέχρι το Ροσάριο για να παίξει με τη Νιούελς ή την Αβεγιανέδα για να κάνει λίγο τον προπονητή στην Ράσινγκ Κλουμπ.
Από την εθνική Αργεντινής, που την οδήγησε στην υπέρτατη δόξα μέχρι τον πάγκο της, όταν αποκλείστηκε με κρότο.
Ε και; Ήταν ο Ντιέγκο, δεν ένοιαζε κανέναν. Από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Κουγιακάν στο Μεξικό μέχρι την Χιμνάσια Λα Πλάτα, την ομάδα που προπόνησε τελευταία.
Ο Ντιέγκο ακόμα και αν πήγαινε για αρπαχτές ή έτσι για να διασκεδάσει σε τόπους μακρινούς, γέμιζε τον κόσμο με το χαμόγελο και τα καμώματα του. Ο δεύτερος λόγος που θα μείνει στην ιστορία φυσικά είναι για την άστατη ζωή του, για την αδυναμία του σε κάθε τι απαγορευμένο.
Ακόμα και όταν έπαιζε μπάλα, ακόμα και όταν ήταν στο απόγειό του. Αυτό άλλωστε ήταν και το τρωτό του σημείο, εκεί που πάτησαν οι φίλοι/εχθροί για να τον αποκαθηλώσουν από τη Νάπολι.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν ήταν απλά ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που είδε το άθλημα με τους περισσότερους θαυμαστές. Ήταν ο ηγέτης, εκείνος που οδηγούσε το λαό, τους οπαδούς αλλά ήταν και εκείνος που πρόσφερε απλόχερα συναισθήματα και στιγμές.
Γιατί, τι είναι η ζωή. Αυτό ακριβώς. Συναισθήματα και στιγμές. Και ο Μαραντόνα τα πρόσφερε απλόχερα. Είτε μέσα στο γήπεδο, είτε έξω από αυτό. Όταν έκανε μια ντρίμπλα, μια ασίστ, ένα γκολ, όταν πανηγύριζε ή προέτρεπε τον κόσμο να τον ακολουθήσει.
Ακόμα και όταν πήγαινε να δει τον Κάστρο και να μιλήσουν για πολιτική ή να τσακωθεί με όποιους δεν του άρεσαν. Για ποδόσφαιρο και άλλα. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν βρίσκεται από χθες το απόγευμα σε αυτόν τον κόσμο. Οι αναμνήσεις δεν πεθαίνουν, το ποδόσφαιρο, όμως, ναι… πέθανε!