Λάζλο Μπόλονι, πες μου ποιος είσαι και τι κάνεις…
Μπόλονι: Ο Ρουμάνος προπονητής είναι πολύ κοντά στον Παναθηναϊκό. Αναλύουμε το προφίλ του, εντός και εκτός γηπέδωνΠόζαραν περιχαρείς με τον πρόεδρο Ιβάν ντε Βίτε, έκαναν μάλιστα και το trendy άγγιγμα με τους αγκώνες που αντικατέστησε τις χειραψίες την εποχή του κορονοϊού. Για δες όμως, ήταν τελικά συμβολικό. Από αυτή τη σχέση έλειπε η επαφή, το άγγιγμα ψυχής και νοοτροπίας. Τόσο, ώστε δεν βάστηξε ούτε μήνα. Βασικά, 25 ήμερες, ή αλλιώς τρία ματς. Συμπεριλαμβανομένης μάλιστα και διακοπής δύο εβδομάδων λόγω Nations League. Λάζλο Μπόλονι και Γάνδη, ήταν μια εντελώς λάθος συνύπαρξη.
Ο Ρουμάνος τεχνικός γνώρισε εκεί τη μεγαλύτερη ίσως επαγγελματική του αποτυχία. Περισσότερο από τη Μονακό (μόλις 10 ματς το 2006) ή τη Λανς (ένα πολύ κακό εξάμηνο το 2011). Από αυτό προερχόμενος και σκάρτα ένα μήνα μετά, ο Μπόλονι ετοιμάζεται για τον Παναθηναϊκό. Καλή ή καλή ιδέα; Κανείς οφείλει να ‘ναι πρώτα και κύρια επιφυλακτικός, να γνωρίσει πρώτα το «ποιον» του ανδρός.
Τα «βουβάλια» είναι μία από τις πιο σοβαρές ομάδες στο Βέλγιο τα τελευταία χρόνια. Υπόδειγμα οικονομικής και αγωνιστικής διαχείρισης, χαρακτηριστικά το καλοκαίρι πούλησαν αντί 32 εκατ. ευρώ τον Καναδό Ζονατάν Νταβίντ στη Λιλ. Είχαν (έχουν) βλέψεις να κοντράρουν στα ίσα την πρωταθλήτρια Κλαμπ Μπριζ για τον τίτλο, έχοντας πια το 2ο μπάτζετ της Τζούπιλερ Λιγκ (ναι, ανώτερο των Αντερλεχτ, Γκενκ και Σταντάρ).
Μπρος σε αυτό το «θέλω», έχασαν τη ψυχραιμία, την υπομονή τους. Έδιωξαν με το που άρχισε η σεζόν τον Γες Τόρουπ, τον προπονητή δηλαδή που παρουσίασε πέρυσι μια εξαιρετική ομάδα, επειδή – επισήμως- ήταν «πολύ τζέντλεμαν». Ανεπισήμως, επειδή οι παίκτες είχαν αρχίσει να τον κάνουν ό,τι ήθελαν. Ο Μπόλονι προσλήφθηκε από τη Γάνδη για να κομίσει σιδερένια πυγμή και πειθαρχία. Ωστόσο και όπως το έθεσε ο Ντε Βίτε, αποδείχτηκε «λάθος του κάστινγκ». Με άλλα λόγια, παρωχημένος, ανήκων στο «χθες». Οι παίκτες δεν τον ήθελαν, κορόιδευαν τον τρόπο του, τα λόγια τους, τις μεθόδους του. Ως γνωστόν, κανείς προπονητής δεν κατάφερε ποτέ να δει χαΐρι χωρίς να έχει τα αποδυτήρια σύμμαχο.
Χρόνο και υπομονή
Μην παρεξηγηθούμε. Δεν λέμε ότι ο Ρουμάνος είναι κακός στη δουλειά του. Λέμε ότι χρειάζεται πράγματα που ίσως είναι πολυτέλεια τη σήμερον ημέρα: χρόνο και υπομονή. Αυτό κρατάμε άλλωστε ως τη συνταγή της επιτυχίας στις δύο μεγαλύτερες επιτυχίες του τα τελευταία χρόνια, πάντα στο αγαπημένο του Βέλγιο. Τόσο στη Σταντάρ, όσο και στην Αντβέρπ (στον πάγκο της οποία κάθισε τρία χρόνια και μέχρι το περασμένο καλοκαίρι) το μεγάλο κοινό και σημείο αναφοράς ήταν η απόλυτη εμπιστοσύνη της διοίκησης. Βασικά, του ίδιου ανθρώπου. Του παντοδύναμου Λουτσιάνο ντ’ Ονόφριο. Ενας από τους μεγαλύτερους παράγοντες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, με τον οποίο δένονται με σχέση βαθιάς εκτίμησης και φιλίας.
Με άλλα λόγια, τόσο στη Λιέγη όσο και στην Αμβέρσα, είχε την τύχη να δουλεύει με το λιγότερο δυνατό άγχος για τη θέση του. Καμία σχέση πάντως, το τι ομάδες παρουσίασε στο κοινό. Η Σταντάρ του τότε, με Μποκανί, Γιοβάνοβιτς, Βίτσελ ως πιο λαμπρά αστέρια ήταν μια απολαυστική στο μάτι ομάδα. Στην Αντβέρπ αντίθετα, δημιούργησε ένα σκληροτράχηλο μπελά, κανείς δεν πέρναγε καλά απέναντί τους. Ζητούσε από τους παίκτες του να βάζουν τα πόδια στη φωτιά, να μην «τσιγκουνεύονται» τα τρεξίματα. Ολοι έπρεπε να υπακούν απόλυτα σε αυτόν τον κανόνα. Κι αν αυτό σήμαινε και πονηριά, ακόμα καλύτερα. Το διδάσκει, το απαιτεί. Στα εσωτερικά διπλά, που σχεδόν πάντα παίζει το ρόλο του ρέφερι, σπανίως σφυρίζει φάουλ. Προς γνώση, συμμόρφωση, σκληραγώγηση και παραδειγματισμό. Είχε αποτέλεσμα. Η Αντβέρπ (του) έπαιζε και «ξύλο».
Και γιατί έφυγε τότε; Επειδή κρίθηκε ότι ο κύκλος του είχε ολοκληρωθεί. Υπηρέτησε το project να σταθεροποιήσει την «Great Old» στην ελίτ, έπειτα από αρκετά χρόνια απουσίας. Το πήγε μάλιστα ως την ευρωπαϊκή έξοδο, δύο συνεχόμενες σεζόν. Ωστόσο δεν κρίθηκε κατάλληλος για το παραπάνω, αυτό δηλαδή του να γίνει η ομάδα της Αμβέρσας διεκδικήτρια του τίτλου. Αποστολή που ανατέθηκε στον πολύ πιο νέο, Ιβάν Λέκο.
Εκρηκτικός, αλλά και… ψυχούλα
Ανθρώπινα ομιλώντας, δείχνει μυστηριώδης και κλειστός, μπορεί να γίνει «μπαρούτι» αν δεν του αρέσει κάτι. Δεν τον ένοιαζε άλλωστε ποτέ ιδιαίτερα η εικόνα του προς τα έξω. Είναι όμως παράλληλά συναισθηματικός, διαθέτει πνεύμα, κουλτούρα και χιούμορ, είναι ειλικρινής. Είναι όμως και υπερβολικά αλαζόνας για να παίζει παιχνιδάκια. Τον νοιάζει να νικάει. Και μόνο. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτεί από τους παίκτες του ανάλογη συμπεριφορά. Δεν μπορεί τους soft, δεν θα κάνει προκοπή με soft. Επενδύει στην άμυνα, στην οργάνωση και στη σιδηρά πειθαρχία. Αν δει «επαφή», τότε δεν γίνεται απλώς κόουτς, είναι κάτι σαν πατέρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι με αρκετούς παίκτες έχει δουλέψει και 2, και 3 φορές μαζί.
Έχει υπάρξει κόουτς πρωταθλητισμού, σήκωσε πρωταθλήματα σε Πορτογαλία (2002 / Σπόρτινγκ) και Βέλγιο (2009 / Σταντάρ). Τα ξέρει επίσης τα κατατόπια στην Ελλάδα, ήταν τη σεζόν 2011-12 στον ΠΑΟΚ. Του δίνει αυτό κάποιο είδους αβαντάζ σε επίπεδο άμεσης προσαρμογής; Αναμφίβολα, η πείρα είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Αλλά όπως σαφώς φανερώνουν τα έργα και οι ημέρες του 67χρονου Μπόλονι, δεν φτάνει από μόνη της.