Ο Γιώργος Γιακουμάκης ζει το μύθο του στην Ολλανδία, κάτι που ως Έλληνες, πρέπει να μας χαροποιεί, αλλά και να μας προβληματίζει..
Κι ενώ ο Γιώργος Γιακουμάκης τα «σπάει», εμφανίστηκαν οι εν Ελλάδι γνωστοί… γκρινιάρηδες. «Έλα μωρέ, σιγά την Ολλανδία, αστείο πρωτάθλημα είναι». Να συμφωνήσουμε ότι στην Eredivisie οι άμυνες δεν είναι αυτό που θα αποκαλούσε κανείς «υποδειγματικές». Ούτε προτεραιότητα. Όμως, μη χάνουμε το μέτρο, μην πέφτουμε στην παγίδα της ισοπέδωσης. Μιλάμε για μία από τις πιο σημαντικές Λίγκες στην Ευρώπη, μετά τις 5 λεγόμενες μεγάλες.
Και ο Γιακουμάκης δεν παίζει σε κάποια από τις κορυφαίες ομάδες της χώρας. Αγωνίζεται στην τίμια πλην φτωχή, Φένλο. Το ότι έχει 20 γκολ με τη φανέλα αυτής, όντας 1ος σκόρερ του πρωταθλήματος, είναι τεράστια υπόθεση, άθλος. Το ότι πετυχαίνει δύο φορές καρέ μέσα σε 10 μέρες (!), επίσης. Τη δεύτερη μάλιστα, απέναντι σε μια Φιτέσε, που κάνει φέτος πορεία πρωταθλητισμού και διέθετε την καλύτερη άμυνα της Λίγκας μέχρι αυτό το παιχνίδι. Μόνο ένας ποδοσφαιριστής (Τόνι φαν ντερ Λίντεν) έχει καταφέρει να πετύχει πιο γρήγορα 20 γκολ στην Α’ Κατηγορία της Ολλανδίας (χρειάστηκε 18 ματς αντί 19 του συμπατριώτη μας) τη σεζόν… 1956-57. Μία άλλη εποχή δηλαδή, τόσο μακρινή σαν ψεύτικη.
Το πρώτο βήμα από τα πολλά
Η ιστορία του Γιακουμάκη αποτελεί απόδειξη του πώς ένας παίκτης μπορεί να «ανθίσει» αν βρει τις κατάλληλες επαγγελματικά συνθήκες. Aν αποτινάξει την πίεση ότι θα του «πάρουν το κεφάλι» με το πρώτο λάθος. Η εμπιστοσύνη και το υγιές περιβάλλον είναι παράγοντες ικανοί να κάνουν έναν αθλητή να βγάλει πράγματα στο γήπεδο, που πιθανότατα ούτε ο ίδιος ήξερε ότι διέθετε. Η λόμπα με την οποία ο άλλοτε παίκτης της ΑΕΚ πέτυχε το 3ο γκολ επί της Φιτέσε, ντοκουμέντο και «αλητεία». Το ότι τα κάνει όλα αυτά σε μια ομάδα που νωρίτερα στη σεζόν διασύρθηκε με ένα εξωπραγματικό 13-0 (από τον Άγιαξ) χωρίς μετά να βαρέσει διάλυση, επίσης.
Ναι, η Ολλανδία ταιριάζει στους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Τα παραδείγματα είναι πολλά και σε βάθος χρόνου. Από τον Μαχλά και τον Αναστασίου μέχρι σήμερα. Δεν είναι κακό να χαιρόμαστε για αυτό. Κυρίως όμως, (πρέπει) να προβληματιζόμαστε. Γιατί φαίνονται εκεί παίκτες που στα μέρη μας τους είχαμε για «λίγους»; Γιατί επιμένουμε να το υποτιμάμε ως φαινόμενο; Το να θέσουμε τα ερωτήματα αυτά και να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε είναι ένα από απαραίτητα βήματα στην πολυεπίπεδη διαδικασία προς την κατανόηση των βαθύτερων αιτιών που το ελληνικό ποδόσφαιρο ξέπεσε τόσο χαμηλά στην Ευρώπη.
Απίθανες προσφορές και σούπερ πακέτα σε παιδικά περιοδικά και παραμύθια στο Magbox.gr.