Το Ευρωμπάσκετ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία το αγαπήσαμε το 1987 και οι νεότεροι έκαναν το ίδιο το 2005 αλλά αμφότεροι γεμίσαμε τις αναμνήσεις μας.
Πριν την έναρξη του Ευρωμπάσκετ του ’87 εκείνα που ξέραμε ήταν τα εξής: Η Ελλάδα είχε ένα μετάλλιο (χάλκινο) στο μακρινό 1949, σε μια διοργάνωση που είχε γίνει στην Αίγυπτο κι ελάχιστα έμοιαζε με ευρωπαϊκή.
Επίσης το 1985 είχαμε θαυμάσει τον «τελευταίο χορό» μιας σπουδαίας ομάδας, της Τσεχοσλοβακίας, που με βετεράνους παίκτες είχε αποκλείσει τους Ισπανούς στον ημιτελικό (98-95) κι έπαιξε στον τελικό με τους ανίκητους Σοβιετικούς.
Δεν είχαμε θαυμάσει καν τη δική μας ομάδα καθώς δεν είχε καταφέρει να προκριθεί στην τελική φάση. Ήταν η τελευταία απουσία της Εθνικής ομάδας από Ευρωμπάσκετ. Δύο χρόνια μετά κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο ΣΕΦ και μετά από ακόμα δύο το αργυρό στο Ζάγκρεμπ.
Το νερό είχε μπει στ’ αυλάκι για τα καλά! Τα παραπάνω δε, τα θυμόμασταν όσοι είχαμε «απορρίψει» την ποδοσφαιρική μπάλα στα παιδικοεφηβικά μας χρόνια και είχαμε καταλήξει στην πορτοκαλί. Δεν ήμασταν πολλοί, ήμασταν όμως αρκετοί!
Και γίναμε ακόμα περισσότεροι μετά το 1987. Τα ανοιχτά γήπεδα γέμισαν, το μπάσκετ έγινε δημοφιλές σε απόλυτο βαθμό. Άλλωστε στη διάρκεια του Ιουνίου του ’87 δεν άκουγες απολύτως καμία άλλη συζήτηση πέρα από μπάσκετ στους δρόμους. Κι ας ήταν περίοδος έντονων πολιτικών αναταραχών κι ας γίνονταν απεργίες κι ας είχαν βγάλει (μερικές μέρες νωρίτερα) στο Αιγαίο το «Σισμίκ» οι Τούρκοι κι ας είχε αφόρητο καύσωνα.
Τα ανοιχτά γήπεδα αποτέλεσαν τη ζωογόνο πνοή του μπάσκετ. Και γι’ αυτό με εκνευρίζει αφόρητα το ότι στη σημερινή εποχή, βλέπω πολλές κατηγορίες παμπαίδων (ειδικά), παίδων ή εφήβων να «δυσανασχετούν» όταν κάνουν προπόνηση σε ανοιχτό κι όχι σε κλειστό. Δε θα πάθουν τίποτα, κανείς δεν έπαθε!
Το Ευρωμπάσκετ το ερωτευτήκαμε το ’87, μας γέμισε συναισθήματα. Μας τα έκανε ακόμα πιο ισχυρά το ΄89.
Οι υψηλές προσδοκίες παρέμειναν το ’91 (στην τελευταία παράσταση του Γκάλη), το ’93 (που μας έκλεισαν το δρόμο προς τον τελικό οι Γερμανοί που είχαν γίνει κακοί δαίμονες) ενώ το ’95 παρότι υπήρχε έντονη γκρίνια (διαιτησία) για την ήττα από τους Γιουγκοσλάβους, η πρόκριση για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες (Ατλάντα ’96) ήταν το αποκορύφωμα.
Μετά τη νεανική και πολλά υποσχόμενη Εθνική του Παναγιώτη Γιαννάκη του ’97, ο «Δράκος» έμελλε να είναι εκείνος που θα σήκωνε, ως προπονητής αυτή τη φορά και το δεύτερο τρόπαιο το 2005. Πάλι με σκληρές αποφάσεις, με ριζική ανανέωση και με την εκμετάλλευση μιας τρομερής γενιάς ο Παναγιώτης Γιαννάκης εδραιώθηκε ως κυρίαρχη φυσιογνωμία της Εθνικής ομάδας.
Μιας ομάδας που παρέμεινε ψηλά ως το 2009 όταν και κατέκτησε το τελευταίο της μετάλλιο αλλά έκτοτε δεν ξαναμπήκε στην τετράδα.
Κάθε φορά που έχουμε Ευρωμπάσκετ, όμως, τα συναισθήματα είναι ιδιαίτερα έντονα ακριβώς επειδή οι αναμνήσεις μας είναι πλούσιες. Και μας υπαγορεύουν υψηλές προσδοκίες κι αναμονή για κάτι σπουδαίο.
Που το θέλουμε και το έχει ανάγκη το μπάσκετ.