Η εποχή που ο δημοσιογράφος χαιρόταν για το αποτέλεσμα της δουλειάς του επειδή προσέφερε στην ενημέρωση.
Ήταν τότε που ο δημοσιογράφος πραγματικά είχε συνδυάσει το χόμπι του με το επάγγελμα και όχι το χαμένο χρόνο του με κάτι που ακόμα (για πόσο;) λέγεται «επάγγελμα»! Και για να είμαι ειλικρινής, θα σας το πρότεινα: Βρείτε τρόπο να διαβάσετε τις παλιές εφημερίδες, προκειμένου να θυμηθείτε τι θα πει «δημοσιογραφία».
Τι θα πει μεράκι, κέφι, απόλαυση της δουλειάς σου. Και για να είμαι ειλικρινής αυτό το προτείνω σε όσους νέους θέλουν να κάνουν αυτή τη δουλειά (όσο μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα, έτσι). Να μάθουν από πού άρχισαν όλα.
Να ακολουθήσουν τα βήματα εκείνων που μας τόνωσαν το ενδιαφέρον γι’ αυτό που κάνουμε σήμερα.
Να τιμήσουν τη δουλειά τους, να αντιληφθούν τις συνθήκες και τελικά να εκτιμήσουν πόσο όμορφο είναι αυτό που κάνουν (κι έχει γίνει τοξικό χάρη συμφερόντων) αλλά και πόσο τους βοηθά η τεχνολογική εξέλιξη να το κάνουν ακόμα καλύτερο. Και όχι να γίνονται ΡανΤανΠλαν χωρίς όσφρηση και αίσθηση, πατώντας μόνο copy paste.
Θα εξηγήσω το συλλογισμό μου.
Σε ένα άρθρο μου τον περασμένο Αύγουστο είχα αναφέρει πως «όταν σίγησε η γραφομηχανή, χάθηκε η δημοσιογραφία». Για την ακρίβεια χάθηκε όλη αυτή η μυσταγωγία της ανεύρεσης, της διασταύρωσης και της έκφρασης της είδησης και με την συγχορδία των πλήκτρων στην αίθουσα της εφημερίδας, σα χορωδία, να ακολουθεί.
Χαμένος μέσα στα αρχεία των εφημερίδων, στις δεκαετίες του 50 του 60 του 70 και του 80, δεν «κολυμπώ» απλώς στον ωκεανό του χρόνου, δεν απλώνεται μπροστά μου η ιστορία του ελληνικού Τύπου, δεν ξεφυτρώνουνν απλώς ιστορικές μορφές της δημοσιογραφίας, δάσκαλοι πραγματικοί και όχι στα λόγια. «Ιερά τέρατα» κατά το λεγόμενο.
Εμφανίζεται μπροστά μου η εποχή που η ενημέρωση του κοινού αποτελούσε τιμή και πρώτιστο μέλημα του δημοσιογράφου. Που η είδηση ήταν το θέμα και όχι ο δημοσιογράφος.
Είχα την τύχη να ζήσω στο μεταίχμιο της αλλαγής. Πρόλαβα το χειρόγραφο, τη γραφομηχανή (που αποτελούσε μεγάλη εξέλιξη) το fax και φυσικά το σταθερό τηλέφωνο αποκλειστικά. Μπορώ, λοιπόν να θυμηθώ τον τρόπο που γινόταν το ρεπορτάζ τότε αλλά και πόσο μας διευκόλυνε (και είναι θαυμάσιο αυτό) η τεχνολογική εξέλιξη.
Θα μου επιτρέψετε να σας ζητήσω να «ακούσετε» τη φωνή που βγάζω: «ΠΩΣ ΤΑ ΕΚΑΝΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;».
Για παράδειγμα έβλεπα αφιερώματα στο Ευρωμπάσκετ του ’87, που θα ζήλευαν σήμερα παρότι τεχνολογικά υπερέχουν και διαθέτουν περισσότερες πληροφορίες. Τότε ΔΕΝ ΤΙΣ ΕΙΧΑΝ, απλά.
Έβλεπα ανταποκρίσεις από τα διεθνή τουρνουά που έπαιζε ο Πανελλήνιος τη δεκαετία του ’50 που τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα.
Ο δημοσιογράφος «έβγαζε» με το κείμενό του, την απόλαυση που αισθανόταν επειδή ενημερώνει το κοινό.
Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Αρκούσε η υπερηφάνεια που έβλεπε την υπογραφή του κάτω από το κείμενο και χαιρόταν επειδή είχε κάνει κάτι όμορφο.
Γι’ αυτό, άλλωστε και το αποτέλεσμα ήταν τόσο ωραίο. Διότι σήμερα έχουμε περάσει στο άλλο άκρο, στην εκ διαμέτρου αντίθετη κατάσταση όπου ο δημοσιογράφος θεωρεί ότι η είδηση γίνεται για να προβληθεί εκείνος! Και όχι για να μεταδοθεί αναλυτικά στο κοινό.
Πάνε τα γνωστά «επιτόπια ρεπορτάζ», τα «ζωντανά θέματα» τα οποία προέκυπταν από το γεγονός ότι η εφημερίδα συνολικά έπιανε το σφυγμό στην κοινωνία αλλά και ο δημοσιογράφος έφερνε το ρόλο του σ’ εκείνον του αναγνώστη πριν κάνει το ρεπορτάζ. Ώστε να καταλάβει τι θέλει.
Βεβαίως κάθε εποχή έχει τις παθογένειές της. Και τότε μπορεί να διαβάζαμε κάποιες υπερβολές, κάποια ακραία πράγματα αλλά η ουσία είναι αυτή που εξετάζεται.
Και η ουσία είναι ότι ο δημοσιογράφος υπηρετεί την ενημέρωση του κοινού και δεν αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο της είδησης. Με όλο τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ κακός, τόσα «εγώ πιστεύω» (με απαγορευμένο δια ροπάλου το «εγώ» από τους δασκάλους) σε τηλεοπτικές εκπομπές, κι ενώ δίπλα υπάρχουν οι πρωταγωνιστές, δεν έχω ακούσει!
Με λίγα λόγια: Όταν είναι δίπλα ο πρωταγωνιστής, το τι πιστεύεις «εσύ» δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αν δεν το έχεις καταλάβει δε γίνεται για εσένα η εκπομπή, ούτε και το γεγονός που περιγράφεις.
Τα χρόνια της αθωότητας στη δημοσιογραφία όπως και στους άλλους τομείς της ζωής έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Το βλέπεις αυτό στο Twitter όπου ακόμα και φερόμενοι ως δημοσιογράφοι συμπεριφέρονται χειρότερα από «τελειωμένους» οπαδούς. Το ανέφερα κι αυτό σε πρόσφατο άρθρο μου, ότι αποτελεί όνειδος για όλους αυτού του είδους η συμπεριφορά.
Η είδηση έχει περάσει πολύ πίσω και πλέον η ανάδειξη μιας «κατασκευασμένης» είδησης, με το απαραίτητο ύφος που θα «ψηλώσει» τον παρουσιαστή/συντάκτη, έχει αποκτήσει την απόλυτη προτεραιότητα.
Και κάπως έτσι η δημοσιογραφία πάει περίπατο και ο φερόμενος δημοσιογράφος δε διαφέρει, από πλευράς νοοτροπίας, σε τίποτα από την Ιωάννα Τούνη και κάτι άλλους που κυνηγάνε τα like και τους followers.
Ο ΠΑΟΚ αποκλείστηκε στην 1η καλή ομάδα – Ο Ολυμπιακός ψάχνει δικαιολογίες