Το πρώτο που θέλω να τονίσω είναι ότι δε σκοπεύω να καθαγιάσω την αθλητική δημοσιογραφία και τις γνωστές της παθογένειες.
Και σε αυτό το δρόμο που έχει πάρει η δημοσιογραφία προφανώς και είμαστε υπεύθυνοι όλοι: Όσοι κάνουμε αυτή τη δουλειά αλλά (σίγουρα λιγότερο) κι όσοι επιζητούν συγκεκριμένου τύπου ενημέρωσης. Ας μη γελιόμαστε. Είναι σπάνιες οι φορές που ένα καλό θέμα θα τύχει ανταπόκρισης από τον κόσμο.
Και σίγουρα είναι χίλιες φορές περισσότερες οι πιθανότητες να τύχει ευρείας αποδοχής (και να χρησιμεύσει ως παράδειγμα) ένα εντελώς ακραίο και οπαδικό κείμενο.
Έχουμε τη δημοσιογραφία αλλά και τους αναγνώστες που αντικατροπτρίζουν την κοινωνία, στο σημείο που βρίσκεται τη δεδομένη χρονική στιγμή. Το ήπιο αντιμετωπίζεται αδιάφορα, το «φανατισμένο» προσελκύει πλήθος στον ωκεανό του διαδικτύου, όπως ακριβώς το «αίμα» τους καρχαρίες.
Προσπαθώ να καταλάβω που ακριβώς θα καταλήξει αυτή η ιστορία και τι θέλουμε να πετύχουμε κι ανατριχιάζω μόνο στη σκέψη ότι είμαστε υποχρεωμένοι να συμβουλέψουμε τα παιδιά μας να κάνουν την οποιαδήποτε άλλη δουλειά εκτός απ’ αυτή του δημοσιογράφου.
Αν το όνειρό του είναι να γράφει ως οπαδός, τότε απλά δεν είναι δημοσιογράφος.
Και δεν αναφέρομαι, φυσικά, μόνο στο αθλητικό κομμάτι. Αυτό φυσικά και «γεννά» προβλήματα με το φανατισμό που οδηγεί σε ακραίες αντιδράσεις, με την τοξικότητα που διαχέεται παντού και ποτίζει με μίσος την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, αναλόγως με τα συμφέροντα.
Το χειρότερο κομμάτι σε αυτού του είδους της δημοσιογραφία είναι το πολιτικό.
Εκεί βλέπεις «επαγγελματίες οπαδούς» ακριβώς αυτούς που προκαλούν την αποστροφή στους υγιώς σκεπτόμενους φιλάθλους. Μόνο που εδώ έχουμε πολύ σοβαρότερα ζητήματα να αντιμετωπίσουμε.
Δε θα σταθώ σε κάποια από τις παρουσίες μου στην αίθουσα Τύπου της Βουλής, παλαιότερα, όπου πανηγύριζαν ως «γκολ» την κάθε έκφραση του πολιτικού αρχηγού και την «έλεγαν» στην αντίπερα όχθη. Πικράθηκα που δεν τράβηξα βίντεο να το στείλω στην ΕΣΗΕΑ αν και είμαι βέβαιος ότι τα γνωρίζει πολύ καλά.
Βέβαια το ότι στη δημοσιογραφία συναντούμε «κομματικά ψηφοδέλτια» κατά τις εκλογές της Ένωσης αποτελεί ακόμα ένα ντροπιαστικό κεφάλαιο στο επάγγελμα.
Μιλάμε για ανθρώπους που ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ μεταφέρουν «κατασκευασμένες» ειδήσεις για να αποπροσανατολίσουν την κοινωνία. Που επιμένουν να σου κάνουν το άσπρο- μαύρο που θέλουν να σε πείσουν ότι όλα είναι καλά ενώ πεινάς, ενώ μετά τις 20 του μήνα δεν έχεις φράγκο.
Έχουμε να κάνουμε με «επαγγελματίες» που υπηρετούν ένα λειτούργημα κι αντί να ελέγχουν την εξουσία τη στηρίζουν και τα βάζουν με την αντιπολίτευση η οποία ελέγχει την εξουσία.
Αυτοί είναι οι «οπαδοί» της δημοσιογραφίας. Που καθημερινά υπηρετούν- ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ- συμφέροντα και σε λίγο θα μας πουν ότι το δελτίο στο ρεύμα είναι δείγμα προόδου της Κυβέρνησης. Που στην περίοδο της πανδημίας σκορπούσαν τον τρόμο- ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ- αντί να στηρίξουν τον πολίτη.
Που στην ακρίβεια σου λένε «και τι να κάνουμε» αντί να ασκήσουν κριτική κι έλεγχο.
Πιστέψτε με όλο αυτό δεν έχει να κάνει με στοχοποίηση, αλλά με θλίψη κι αποστροφή.
Κι επειδή την έρημη τη δημοσιογραφική δεοντολογία τη γνωρίζουμε πολύ καλά, αλήθεια, αφού η ομιλία του Ζελένσκι ήταν «ιστορική» για ποιο λόγο δεν έπαιξε πρώτο θέμα στα prime time δελτία ειδήσεων και προηγήθηκε η «κλειδαρότρυπα» (και όχι η ουσία) της υπόθεσης της Πάτρας;
Μήπως για να ξεχαστούν τα «παρελκόμενα» εκείνης της ντροπιαστικής εικόνας στη Βουλή των Ελλήνων;