Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Πελέ κάμποσες σκέψεις πέρασαν μέσα από το μυαλό μου με δεδομένο ότι ήταν ο δικός μου «παιδικός ήρωας».
Όπως πιστεύω ότι ήταν και για πολλούς ακόμα ο Πελέ, ειδικά σε όσους γεννήθηκαν γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Μεγαλώσαμε ως η τελευταία τυχερή γενιά της πρωτεύουσας που πρόλαβε να παίξει ποδόσφαιρο στις γειτονικές, αφού δεν υπήρχαν (ειδικά τα πρωινά) πολλά παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Δύο πέτρες, μια δεξιά μια αριστερά, ήταν τα δοκάρια. Υπήρχε μια νοητή γραμμή σε ύψος για το οριζόντιο δοκάρι (κι αντίστοιχα στα πλάγια για το κάθετο) όπως και «νοητά δίχτυα». Ήταν η εποχή που φωνάζαμε «σύρμα» όταν φαινόταν αυτοκίνητο ώστε να σταματήσουμε για μερικά δευτερόλεπτα για να περάσει και μετά συνεχίζαμε το δράση.
Επίσης ήταν η εποχή που προσευχόμασταν μην τυχόν και βρεθεί η μπάλα από στραβοκλωτσιά στο μπαλκόνι κανενός παράξενου γείτονα. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι. Αν συνέβαινε αυτό είτε σου κρατούσαν τη μπάλα, είτε- επιδεικτικά- έπαιρναν ένα μαχαίρι και την «έσκαγαν». Και το έκαναν με τόση ικανοποίηση ώστε ακόμα μου έχει μείνει ως τραυματική εμπειρία το σαρδόνιο χαμόγελό τους και ο «ενθουσιασμός» τη στιγμή που διέπρατταν το «έγκλημα»!
Μαζί μας όμως ήταν πάντοτε και ο Πελέ. Δεν τον είχαμε προλάβει να αγωνίζεται αλλά είχαμε μάθει για όσα έκανε. Διαβάζαμε, ακούγαμε, αλλά δε βλέπαμε.
Για την ακρίβεια, μερικά σκόρπια στιγμιότυπα στη δημόσια τηλεόραση όπου κανονικά δεν έβγαζες συμπέρασμα για την αξία του.
Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που πέρασε από το μυαλό μου ήταν πόσες φορές είχα δει τον Πελέ να αγωνίζεται, όταν ήμουν παιδί και τον είχα αναγνωρίσει ως ήρωα μου; Αυτές τις σκέψεις αποτύπωσα και στον προσωπικό μου χώρο.
Το αν είναι κάποιος GOAT σε οποιοδήποτε άθλημα, αποτελεί υποκειμενικό συμπέρασμα. Το «μαύρο διαμάντι» ήταν για εμένα ο απόλυτος βασιλιάς στο ποδόσφαιρο. Ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ του μπάσκετ αντίστοιχα, όχι μόνο για την ανίκητη ραβέρσα και όσα είχε πετύχει αλλά επειδή η τεχνολογία είχε προχωρήσει κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και είχα διαβάσει όσα είχε κάνει. Όχι μόνο μέσα στο μπάσκετ αλλά κι εκτός.
Και φυσικά το άλλο μου μεγάλο είδωλο ο Νίκι Λάουντα για τον οποίο είχα επιμεληθεί το αφιέρωμα στην έντυπη έκδοση του Sportime, όταν έφυγε από τη ζωή. Αλλά κι εκείνον τον είχα δει σε αγώνες.
Απαντώντας πάντως στο ερώτημα που έθεσα στον εαυτό μου, για το πόσες φορές είχα δει τον Πελέ η απάντηση ήρθε άμεσα και μου έλυσε τα πάντα: Ο μύθος του Βραζιλιάνου δε συντηρήθηκε απλώς αλλά γιγαντώθηκε στις γειτονιές και στις αλάνες που προλάβαμε (ευτυχώς) να παίξουμε.
Ο Πελέ ήταν πάντοτε ανάμεσα μας κι ας μην είχαμε δει ποτέ στιγμιότυπα από τη δράση του. Δεν υπήρχε YouTube ενώ τα τεχνολογικά μέσα δεν επέτρεπαν και πολλά στην εποχή εκείνη. Τα δύο τηλεοπτικά κανάλια επίσης δεν είχαν τη δυνατότητα να μας μεταφέρουν την απόλυτη εικόνα του ΒΑΣΙΛΙΑ.
«Τι κάνεις ρε; Παριστάνεις τον Πελέ;» φωνάζαμε σε εκείνον που θα έκανε την περιττή ενέργεια, που θα προσπαθούσε να δείξει κάτι παραπάνω από τις δυνατότητές του. Επίσης λέγαμε «πω ρε φίλε είσαι ο Πελέ» σ’ εκείνον που θα έκανε μια περίτεχνη φάση ή θα έβαζε κάποιο γκολ (ανάμεσα στις πέτρες).
Ήταν πάντοτε μαζί μας. Καθοδηγούσε κάθε σκέψη μας την ώρα του αγώνα, αν και δεν τον είχαμε δει σε ολόκληρο αγώνα, πέρα από κάποιες σκόρπιες (ελάχιστων δευτερολέπτων) φάσεις. Στην «απόδραση των 11» πάντως τον θαυμάσαμε κι απολαύσαμε λίγες από τις ικανότητές του.
Μεγάλωσα με τον Μαραντόνα αλλά τη λατρεία για τον Πελέ δεν την άφησα ποτέ. Εκείνο που κατάφερα να πετύχω (ευτυχώς) ήταν να διαχωρίσω τη θέση μου απ’ εκείνους που έκαναν τις ανόητες συγκρίσεις για τον καλύτερο όλων των εποχών.
Είναι κάτι υποκειμενικό, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές συνθήκες, εποχές, καταστάσεις. Και ο Ντι Στέφανο ήταν παιχταράς και ο Κρόιφ και ο Πούσκας και ο Μέσι είναι παιχταράς, τι ψάχνουμε να βρούμε τώρα; Αλήθεια…
(Το «ψαλιδάκι» που βλέπετε στη φωτογραφία, προσπαθούσαμε να το κάνουμε όλοι στα ντέρμπι της «γειτονιάς» γιατί «θύμιζε» Πελέ. Καθόλου τυχαία η επιλογή της φωτογραφίας)