ΝΙΚΟΣ ΜΠΟΥΡΛΑΚΗΣ

Τα Δωδεκάνησα με τα κρυφά σχολεία απέναντι στην ιταλική θηριωδία

Υπό την ιταλική κατοχή οι Δωδεκανήσιοι δεν πέρασαν καθόλου καλά και σαν σήμερα 10 Φεβρουαρίου το 1947 λυτρώθηκαν καθώς ενώθηκαν με την Ελλάδα

Τα κρυφά σχολειά κράτησαν τα Δωδεκάνησα «κοντά» στην Ελλάδα στο δύσκολο διάστημα της ιταλικής κατοχής.
Τα κρυφά σχολειά κράτησαν τα Δωδεκάνησα «κοντά» στην Ελλάδα στο δύσκολο διάστημα της ιταλικής κατοχής.
Συντάκτης: Νίκος Μπουρλάκης Χρόνος ανάγνωσης: 7 λεπτά

Τα κρυφά σχολειά κράτησαν τα Δωδεκάνησα «κοντά» στην Ελλάδα στο δύσκολο διάστημα της ιταλικής κατοχής.

Και χρειάστηκε να φτάσουμε στις 10 Φεβρουαρίου (σαν σήμερα δηλαδή) του 1947 ώστε τα Δωδεκάνησα να ενωθούν με την Ελλάδα. Να αποτινάξουν τον ιταλικό ζυγό που ήταν βαρύς και προκάλεσε θηριωδίες.

Τότε υπογράφηκε στο Παρίσι συνθήκη ειρήνης μεταξύ των συμμάχων και των συνασπισμένων Δυνάμεων (και Ελλάδας) και της Ιταλίας, σύμφωνα με την οποία η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα με πλήρη κυριαρχία τα νησιά της Δωδεκανήσου και τις παρακείμενες νησίδες.

Τα Δωδεκάνησα πέρασαν στην κατοχή των Ιταλών μετά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911. Ένα χρόνο αργότερα αποβιβάστηκαν οι Ιταλοί στα νησιά.

Οι ντόπιοι τους υποδέχθηκαν ως απελευθερωτές και πίστεψαν ότι σύντομα θα προχωρούσε η ένωσή τους με την Ελλάδα. Σύντομα διαψεύστηκαν.

Ατις 29 Ιουλίου 1919, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος και ο υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας, Τομάζο Τιττόνι, υπέγραψαν μυστικά το διμερές σύμφωνο Βενιζέλου – Τιττόνι .

Το σύμφωνο αυτό, μεταξύ άλλων, προέβλεπε ότι η Ιταλία θα παραχωρούσε στην Ελλάδα την κυριαρχία των κατεχομένων από αυτήν νησιών, εκτός της Ρόδου. Για τη Ρόδο προβλεπόταν η διενέργεια δημοψηφίσματος μετά από κάποια χρόνια για να καθοριστεί η ένωση ή μη με την Ελλάδα.

Όμως έναν χρόνο αργότερα, στις 22 Ιουλίου 1920, η Ιταλία κατήγγειλε τη συμφωνία αυτή, επειδή «δεν ικανοποιούσε τα συμφέροντά της». Με αυτά τα δεδομένα κατέληξε η Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού τον Αύγουστο του 1920 στη συνθήκη των Σεβρών, την οποία υπέγραψε μεν ο σουλτάνος Μεχμέτ Στ΄, αλλά η κυβέρνηση του Κεμάλ Ατατούρκ αρνήθηκε να αναγνωρίσει.

Ο Κεμάλ κατάφερε, σε μικρό χρονικό διάστημα, μέσα από τα συντρίμμια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να δημιουργήσει το νέο Τουρκικό κράτος που θεμελιώθηκε μέσα από τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923. Σε αυτή, όπως και στη συνθήκη των Σεβρών, το Τουρκικό κράτος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα στα κατεχόμενα από την Ιταλία νησιά.

Στο μεσοδιάστημα των δυο συνθηκών, οι Γάλλοι παραχώρησαν το Καστελλόριζο στους Ιταλούς, έναντι αδράς αμοιβής (1η Μαρτίου 1921), ενώ οι νησιώτες συνέχισαν να επιδίδουν ψηφίσματα, όπως αυτό που παραδόθηκε στον Ιταλό Γενικό Διοικητή Ντε Μποσντάρι (ιτ. De Bosdari) από τους Κώους, στο οποίο διακήρυτταν «τον ακλόνητο, ενιαίο και αδιάσειστο πόθο της άμεσης Εθνικής Αποκατάστασης».

Κατά την περίοδο της ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα και ειδικά κατά την φασιστική περίοδο η Ιταλία έλαβε αυστηρά μέτρα κατά της ελληνικής παιδείας. Τον Ιούλιο του 1937 και στη συνέχεια το 1939 (διάταγμα 163/30.6.1939) ο Ντε Βέκι, Υπουργός Παιδείας και Τετράρχης του Φασισμού (Quadrumviro), επέβαλε αυστηρές διατάξεις.

Καταργήθηκαν όλα τα ελληνικά έντυπα και η ελληνική γλώσσα έγινε μάθημα προαιρετικό που διδασκόταν χωρίς βιβλία ως την τρίτη τάξη του πενταετούς δημοτικού σχολείου. Διδάσκοντες και διδασκόμενοι υποχρεώνονταν να μιλούν μόνο ιταλικά, με την απειλή αυστηρών κυρώσεων.

Ακόμα και το μπλε χρώμα στα παράθυρα καταργήθηκε για να μη θυμίζει την Ελλάδα.

Πολλοί δάσκαλοι της μέσης και της δημοτικής εκπαίδευσης απολύθηκαν και έφυγαν από τη Ρόδο ενώ ήλθαν Ιταλοί δάσκαλοι από την Ιταλία. Πολλά παιδιά προτίμησαν να μην πηγαίνουν καθόλου στο σχολείο παρά να μάθουν ιταλικά.

Τότε ο Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος, εκμεταλλευόμενος ένα «παράθυρο» του διατάγματος που επέτρεπε την θρησκευτική κατήχηση, οργάνωσε κρυφά σχολεία που λειτουργούσαν υπό τον μανδύα των κατηχητικών.

Στις εκκλησίες, όπως και σε σπίτια όπου γίνονταν κρυφά μαθήματα, δίδασκαν ιερείς και θεολόγοι. Όταν έγιναν καταγγελίες στις Ιταλικές αρχές ότι οι μαθητές στα κατηχητικά διδάσκονταν ουσιαστικά την ελληνική γλώσσα, ο Απόστολος απάντησε στον κυβερνήτη ότι: «αυτό είναι φυσικό, αφού η ελληνική είναι η επίσημη γλώσσα της ορθόδοξης λατρείας, και οι ιερείς δεν γνωρίζουν άλλη γλώσσα».

Στα σχολεία αυτά χρησιμοποιούνταν σαν αναγνωστικά διάφορα εκκλησιαστικά και θρησκευτικά βιβλία που μοιράζονταν στους μαθητές.

Δωδεκάνησα: Το Αιματηρόν Πάσχα του 1919

Το Πάσχα του 1919, ανήμερα της Ανάστασης, οι κάτοικοι του χωριού Παραδεισίου της Ρόδου συγκεντρώθηκαν έξω από την εκκλησία. Φώναζαν συνθήματα υπέρ της ενώσεως των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, με πρωτοστάτες τους δασκάλους και τους ιερείς του χωριού.

Σχεδόν αμέσως, εμφανίστηκαν οι Ιταλοί καραμπινιέροι και η πρώτη τους κίνηση ήταν να συλλάβουν τους δύο δασκάλους, τον Κωνσταντίνο Πανταζή και τον Νικόλαο Μαγκαφά, που θεώρησαν ότι ήλεγχαν σε μεγάλο βαθμό τα τεκταινόμενα. Η σύλληψή τους όμως, προκάλεσε την αντίδραση των παρευρισκόμενων, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν ότι όλοι φώναζαν υπέρ της ενώσεως, επομένως θα έπρεπε να συλληφθεί όλο το χωριό ή κανείς. Μέσα σε λίγη ώρα, οι Ιταλοί δεν επρόκειτο να συλλάβουν όλο το χωριό, αλλά να σκοτώσουν εν ψυχρώ δύο ανθρώπους.

Οι ιταλικές αρχές δεν δίστασαν να σκοτώσουν τον ιερέα Παπαλουκά, ένας από τους πρωτεργάτες της αντίστασης στο χωριό. Λέγεται μάλιστα πως ο Ιταλός που ξιφολόγχισε τον Παπαλουκά, έκανε μια ολόκληρη στροφή στο σώμα του, έτσι ώστε να σιγουρευτεί για τον θάνατό του.

Λίγα μέτρα πιο μακριά, στην πλατεία του χωριού, η φουρνάρισσα του χωριού, Ανθούλα Ζερβού, προσπάθησε να προστατέψει ένα παιδί που ξυλοκοπήθηκε από έναν Ιταλό στρατιώτη. Πήρε τη φουρνίστρα για το ψωμί και τον χτύπησε. Αμέσως, ο Ιταλός γύρισε και την κάρφωσε με τη λόγχη του. Η Ανθούλα Ζερβού πέθανε ακαριαία.

Ο ξεσηκωμός στο Παραδείσι της Ρόδου το 1919 έμεινε στην ιστορία ως το «Αιματηρόν Πάσχα»

Σύμφωνα με βασιλικό διάταγμα του 1925, οι κάτοικοι θεωρούνταν πλέον Ιταλοί πολίτες (απαλλασσόμενοι από τη στρατιωτική θητεία), ενώ το 1926 ορίστηκε σχολικός κανονισμός βάσει του οποίου η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας ήταν υποχρεωτική, ιδρύθηκε δε Διδασκαλείο για την εκπαίδευση των δασκάλων.

Από το 1929 για την άσκηση ενός επαγγέλματος που απαιτούσε πανεπιστημιακές σπουδές, έγινε υποχρεωτική η φοίτηση ή τουλάχιστον η μετεκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, με παράλληλη παροχή υποτροφιών στους νησιώτες σπουδαστές.

Συστηματική ήταν και η προσπάθεια για τη δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού. Την περίοδο αυτή, κατέφτασαν από την Ιταλία έποικοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε πρότυπους οικισμούς στη Ρόδο, την Κω και τη Λέρο.

Παράλληλα διευκολύνθηκαν, για ευνόητους λόγους, οι μικτοί γάμοι. Οι Ιταλοί κυριαρχούσαν στην οικονομική ζωή των νησιών και παρείχαν ελάχιστη αμοιβή στους ντόπιους εργάτες. Αυτό το ασφυκτικό κλίμα οδήγησε στη σημαντική αύξηση της μετανάστευσης των νησιωτών.

Όλα τα επιμέρους μέτρα των Ιταλών δείχνουν ένα καλά μεθοδευμένο σχέδιο από την πλευρά τους. Ωστόσο, ένα τέτοιου είδους εγχείρημα ήταν αδύνατο να μην προκαλέσει αντιδράσεις. Με πυρήνα το «ζήτημα του Αυτοκέφαλου» ξέσπασε το 1935 στην Κάλυμνο το πιο σοβαρό επεισόδιο, με τη μορφή εθνικοθρησκευτικής εξέγερσης.

Στο αποκορύφωμά της εξέγερσης στις 7 Απριλίου οι κάτοικοι επιτέθηκαν στους Ιταλούς με πέτρες και οι Ιταλοί απάντησαν με τον πυροβολισμό στο μέτωπο του νεαρού βοσκού Μανώλη Καζώνη.

Για να καταλάβετε πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση, ξεχωρίσαμε ένα δημοσίευμα (από τα πολλά) στην εφημερίδα «Ακρόπολις» με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1935. Οι Δωδεκανήσιοι είχαν αρχίσει να ξεσηκώνονται απέναντι στη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Στην Κάλυμνο γίνονταν ταραχές και οι δυνάμεις κατοχής σκότωναν αδιάκριτα τους Έλληνες.

Στην πρωτεύουσα ο Δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Κοτζιάς επέμενε να μιλήσει στο Ιταλικό Ινστιτούτο ώστε να αποθεώσει το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας!

Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις να μη δώσει τη διάλεξη, ο Δήμαρχος ήταν ανένδοτος. Κι ενώ στην αρχή οι συγκεντρωμένοι απλώς φώναζαν «Δωδεκάνησα, Δωδεκάνησα» τα πράγματα έγιναν χειρότερα.

Όταν ο Δήμαρχος άρχισε να μιλάει, η ένταση ανέβηκε

Κάποιοι που αυτοπροσδιορίστηκαν ως «διαπρεπείς φίλοι του Ιταλικού Κράτους» βρέθηκαν μέσα στην αίθουσα και χαιρετούσαν φασιστικά! Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: «ΚΑΤΩ- ΚΑΤΩ»…

Κάποια στιγμή ένας από το πλήθος φώναξε: «Μήπως ο κύριος Δήμαρχος γνωρίζει τι γίνεται αυτή την στιγμή στην Κάλυμνο;»

Ήταν ο Λιαρούτσος. Εκ των πλέον μαχητικών Δωδεκανήσιων. Άρχισαν νέες εντάσεις. Οι φασίστες και οι φίλοι του Δήμαρχου ενώθηκαν κι άρχισαν να  παίζουν μπουνιές με τους αποδοκιμάζοντες.

«Να πας στην Ιταλία να γίνεις Δήμαρχος»

«Κάτω προδότη»

«Ντροπή σου να μιλάς έτσι και να είσαι Δήμαρχος της πρώτης πόλης της Ελλάδας»

Τη συνέχεια αυτής της ιστορίας μαζί με τα σχετικά αποκόμματα μπορείτε να τη διαβάσετε ΕΔΩ

Περίπου ενάμιση μήνα μετά την υπογραφή της συνθήκης στο Παρίσι, ο Βρετανός διοικητής των συμμαχικών Δυνάμεων Κατοχής Δωδεκανήσου ταξίαρχος Α.Σ. Πάρκερ, παραδίδει τη Στρατιωτική Βρετανική Διοίκηση στον αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη. Αρχίζει η μεταβατική περίοδος της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοίκησης Δωδεκανήσου

Στις 9 Ιανουαρίου 1948, με το άρθρο 1 του Νόμου υπ’ αριθμ. 518 «Περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα» της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων ορίζεται ότι: «Αι νήσοι της Δωδεκανήσου Αστυπάλαια, Ρόδος, Χάλκη, Κάρπαθος, Κάσος, Τήλος, Νίσυρος, Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος, Λειψοί, Σύμη, Κως και Καστελλόριζον, ως και αι παρακείμεναι νησίδες, είναι προσηρτημέναι εις το Ελληνικόν Κράτος από της 28 Οκτωβρίου 1947».

Με τον νόμο αυτό, που αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου στη μητέρα Ελλάδα, τερματίζεται το μεταβατικό στάδιο της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης. Η 7η Μαρτίου 1948 ορίζεται ως ημέρα της πανηγυρικής τυπικής ενσωμάτωσης.

Η επίσημη τελετή της ενσωμάτωσης έγινε στις 7 Μαρτίου του 1948. Το 1955 η Δωδεκάνησος έγινε νομός με πρωτεύουσα τη Ρόδο.

 

Exit mobile version