Τι να λες για να κάνεις κάποιον να πιστέψει ότι τον ακούς ενώ στην ουσία δεν ακούς τίποτα από αυτά που λέει και σκέφτεσαι άλλα
Μάθε πώς να γνέφεις, να λες τις σωστές λέξεις και να δίνεις την τέλεια εντύπωση του “σε ακούω”, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχεις ιδέα τι λέει ο άλλος.
Υπάρχει κάτι σχεδόν μαγικό στο να φαίνεσαι απολύτως παρών όταν το μυαλό σου περιπλανιέται σε άλλες διαστάσεις. Δεν είναι θέμα αδιαφορίας, είναι τέχνη. Η τέχνη του να δίνεις την εντύπωση του τέλειου ακροατή, ενώ στην πραγματικότητα σκέφτεσαι τι θα φας το βράδυ ή αν κλείδωσες το αμάξι. Είναι μια δεξιότητα που αξιοποιείται παντού – σε συναντήσεις, οικογενειακά τραπέζια, δημόσιες υπηρεσίες και φυσικά σε άβολες συζητήσεις με ανθρώπους που απλώς δεν σταματούν να μιλούν. Για να το καταφέρεις, δεν αρκεί μόνο να κοιτάς τον άλλον στα μάτια και να γνέφεις που και που. Πρέπει να ξέρεις να βάζεις στο παιχνίδι μικρές φράσεις-κλειδιά, ατάκες που λειτουργούν σαν καθρέφτης. Σου δίνουν χρόνο και καλύπτουν το κενό.
Η πρώτη και πιο ασφαλής μέθοδος είναι οι ουδέτερες επιβεβαιώσεις: “Μμμ ναι…”, “Κατάλαβα…”, “Είναι δύσκολο αυτό…”. Μοιάζουν σαν να έχεις πλήρη συνείδηση της κουβέντας και μάλιστα ότι συμπονάς κιόλας. Αυτές οι φράσεις δεν σε εκθέτουν ποτέ. Δεν παίρνεις θέση, δεν αποκαλύπτεις τι κατάλαβες ή αν κατάλαβες καν. Είναι κάτι σαν το “safe mode” της επικοινωνίας. Δείχνεις παρών αλλά ουσιαστικά είσαι φάντασμα. Μια παραλλαγή του ίδιου κόλπου είναι να επαναλάβεις την τελευταία λέξη του συνομιλητή με απορία. Αν κάποιος πει “Ήταν πραγματικά ακατανόητο αυτό που είπε η Άννα”, εσύ απλώς απαντάς “Ακατανόητο;”. Αυτό λειτουργεί σαν ανακύκλωση, και τις περισσότερες φορές προκαλεί τον άλλον να συνεχίσει να εξηγεί, χωρίς να καταλάβει ότι εσύ δεν είχες ιδέα τι είπε μέχρι τότε.
Αν θες να ανεβάσεις επίπεδο, υπάρχει και η τεχνική του μετατοπισμένου θαυμασμού. Αυτό που λένε οι παλιοί “λέγε ‘ουάου’ και χαμογέλα”. Όταν κάποιος μιλάει για κάτι που σε αφήνει παγερά αδιάφορο, εσύ απαντάς με θαυμασμό αλλά γενικόλογα. “Είναι απίστευτο πώς τα καταφέρνεις με όλα αυτά…”. Αυτή η ατάκα χωράει τα πάντα: από κουβέντες για επαγγελματικά έως ιστορίες με τον σκύλο της θείας. Λειτουργεί πάντα γιατί κάνει τον άλλον να νιώθει σημαντικός, χωρίς εσύ να έχεις καταλάβει απολύτως τίποτα. Εξίσου αποτελεσματική είναι η φράση “Σ’ ακούω, απλώς επεξεργάζομαι αυτά που λες”. Σου χαρίζει λίγο χρόνο, σε ντύνει με έναν μανδύα σκέψης και προσποιείται μια εσωτερική επεξεργασία, τη στιγμή που μέσα σου παίζει ραδιόφωνο.
Υπάρχουν φυσικά και οι πιο τολμηρές στρατηγικές. Όπως το να φέρεις την κουβέντα ξανά στον συνομιλητή με κάτι εντελώς γενικό: “Εσύ πώς το νιώθεις όλο αυτό;”. Είναι σαν να πετάς τη μπάλα πίσω σ’ εκείνον για να συνεχίσει να μιλάει, ενώ εσύ σκέφτεσαι γιατί δεν πήρες ποτέ εκείνο το δεύτερο καφέ το πρωί. Ή ακόμη, να κάνεις μια ερώτηση εντελώς άσχετη με τα λεγόμενά του αλλά με τόνο “προχώρησης” της κουβέντας: “Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις;”. Το μυαλό σου μπορεί να κάνει βόλτες στη Σελήνη, αλλά το στόμα σου οδηγεί τη συζήτηση στο επόμενο κεφάλαιο.
Φυσικά, όλα αυτά έχουν ρίσκο. Αν περάσει το καμουφλάζ σου, γίνεσαι αμέσως ο “αδιάφορος”, “ο ψεύτικος”, “ο τύπος που δεν νοιάζεται”. Γι’ αυτό χρειάζεται λεπτή μίμηση των βασικών σημάτων ενεργής ακρόασης: ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού, χαμόγελο, μικρές ερωτήσεις ανά διαστήματα. Το multitasking του μυαλού με την κοινωνική προσποίηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Είναι σαν να οδηγείς με το GPS στο mute. Κάπου-κάπου πρέπει να κοιτάς τον χάρτη, αλλιώς θα βρεθείς εκτός πορείας.
Το πιο σημαντικό όμως σε όλη αυτή τη διαδικασία είναι το εξής: δεν είσαι κακός άνθρωπος επειδή δεν ακούς τα πάντα. Είσαι άνθρωπος. Οι εγκέφαλοί μας βαριούνται, αποσπώνται, σπάνε ταχύτητες ανάλογα με το ενδιαφέρον και την ενέργειά μας. Αυτό που μετράει δεν είναι πάντα το περιεχόμενο, αλλά το ύφος της παρουσίας. Αν μπορείς να είσαι εκεί χωρίς να είσαι… τότε ναι, είσαι μάστορας της κοινωνικής υποκριτικής.