Ελληνοτουρκικά: Αποκαλύψεις σοκ για την ύπουλη, διπλή δράση που είχε η Τουρκία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι αποκαλύψεις για τη δράση που κράτησε η Τουρκία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εναντίον της Ελλάδας, είναι συγκλονιστικές. Παράλληλα είναι ενδεικτικές του χαρακτήρα, της πολιτικής τακτικής, της νοοτροπίας, των πάγιων επιδιώξεων, της αλαζονείας, της έλλειψης εμπιστοσύνης και της επεκτατικότητας της χώρας του Ερντογάν.
Χωρίς στοιχειώδεις ηθικούς και ιστορικούς φραγμούς, «παζάρευε» επί τέσσερα χρόνια με τους συμμάχους, ενώ παράλληλα οι Τούρκοι είχαν συνάψει μυστικές συμφωνίες με την Γερμανία την οποία προμήθευαν πολεμικό υλικό, και ταυτόχρονα αποκόμισαν τουλάχιστον 20.000.000 λίρες στερλίνες από την Βρετανία, προκειμένου να… σταθούν στο πλευρό της!
Από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Θ. Ρούσβελτ, πήραν 575 άρματα μάχης, ενώ στο τέλος του πολέμου, ήταν πλουσιότεροι κατά… 260 εκατομμύρια δολάρια!
Τουρκία: Το «φλερτ» με τον Χίτλερ
Η Τουρκία ήταν συνδεδεμένη με τη Βρετανία και τη Γαλλία με συνθήκη συμμαχίας όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, αλλά στις 26 Ιουνίου 1940 προτίμησε να ανακηρύξει την ουδετερότητά της. Ο Χίτλερ, πριν την εισβολή σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία δήλωσε στην Άγκυρα ότι θα σεβαστεί την τουρκική ουδετερότητα.
Η δήλωση αυτή κατέληξε στην υπογραφή συμφώνου φιλίας στις 18 Ιουνίου 1941 μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας.
Ο Χίτλερ μάλιστα, από τον οποίο δεν διαφεύγει η φασιστική τάση της ηγεσίας της Άγκυρας, είχε δηλώσει στον Μουσολίνι, στις 29 Απριλίου 1942 στο Σάλτσμπουργκ, ότι η Τουρκία πολύ γρήγορα θα γίνει σύμμαχος και συζητείται να της παραχωρήσουν συγκεκριμένα ελληνικά νησιά!
Η Βρετανία και οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν ωστόσο την τουρκική ουδετερότητα δεχόμενες ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν έτοιμες. Έτσι θεώρησαν ότι η σωστή πολιτική ήταν να ενισχύσουν την Τουρκία έτσι ώστε να προετοιμαστεί και να ενταχθεί στο συμμαχικό στρατόπεδο. Οι κινήσεις αυτές έγιναν με βρετανική πρωτοβουλία.
Η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Τουρκία άρχισε από τα τέλη Μαρτίου του 1941 βάσει του περίφημου νόμου «περί Δανεισμού και Εκμίσθωσης».
Με βρετανική πρωτοβουλία όπλα που προορίζονταν για τη Βρετανία και την Ελλάδα κατέληξαν στην Τουρκία. Ο Τσόρτσιλ έβλεπε την Τουρκία ως μια σύμμαχο χώρα που παράλληλα με τις συμμαχικές αποβάσεις, θα συνέβαλε στην απελευθέρωση των Βαλκανίων.
Μετά την συνάντηση στην Καζαμπλάνκα του προέδρου των ΗΠΑ Ρούσβελτ και του πρωθυπουργού της Βρετανίας Τσόρτσιλ, αποφασίστηκε πως έπρεπε η Τουρκία να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, ώστε και τα Βαλκάνια να ελευθερωθούν και ο πολύτιμος χρωμίτης να πάψει να φτάνει στη Γερμανία.
Τα Βαλκάνια και η Τουρκία αποτελούσαν βασική πηγή προμήθειας του πολύτιμου για την γερμανική πολεμική βιομηχανία μεταλλεύματος.
Η άρνηση του Τσόρτσιλ και τα παζάρια
Στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1943 ο Τσόρτσιλ συναντήθηκε με τον Τούρκο πρόεδρο Ινονού στα Άδανα, με σκοπό να τον πείσει να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία ή τουλάχιστον να παραχωρήσει βάσεις στο έδαφος της χώρας στους Συμμάχους.
Οι Τούρκοι όμως δεν πείστηκαν επικαλούμενοι το ανέτοιμο των ενόπλων τους δυνάμεων αλλά και την απειλή σοβιετοποίησης της Ευρώπης αν ηττάτο η Γερμανία… Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιούσαν άλλωστε και οι Γερμανοί!
Για να παρακάμψουν τις συμμαχικές αμφιβολίες, με κλασική ανατολίτικη πονηριά, οι Τούρκοι ζήτησαν ως αντάλλαγμα την παραχώρηση 2.300 αρμάτων μάχης, 2.600 πυροβόλων, 1.200 αεροσκαφών και 120.000 τόνους αεροπορικού καυσίμου, άνθρακα, σιδηροδρομικό υλικό και φυσικά πολλά – πολλά χρήματα, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τα λάβουν.
Οι ΗΠΑ, όχι άδικα, άρχισαν να βλέπουν με σκεπτικισμό το όλο ζήτημα, αντίθετα με τον Τσόρτσιλ, που επέμενε παρά την αντίθετη άποψη του αρχηγού του βρετανικού επιτελείου σερ Άλαν Μπρουκ. Τον Οκτώβριο του 1943 στην συνάντηση των ΥΠΕΞ ΗΠΑ, Βρετανίας και ΕΣΣΔ ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Μολότοφ, ζήτησε την κοινή άσκηση πιέσεων προς την Τουρκία για να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.
Οι Αμερικανοί δεν δέχτηκαν την πρόταση γιατί είχαν πάψει να βλέπουν οφέλη από την τουρκική συμμετοχή, επιμένοντας μόνο στην παραχώρηση βάσεων.
Οι Βρετανοί επίσης την απέρριψαν φοβούμενοι ισχυροποίηση της ΕΣΣΔ. Ρούσβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν συζήτησαν και πάλι το θέμα της Τουρκίας στην διάσκεψη της Τεχεράνης τον Νοέμβριο του 1943.
Ο Στάλιν επέμενε για την άσκηση πιέσεων στην Τουρκία, αλλά και πάλι τίποτα δεν έγινε. Οι Τούρκοι προφασιζόμενοι πάντα την στρατιωτική τους αδυναμία αρνούνταν την όποια συμμετοχή τους.
Τον Δεκέμβριο του 1943 Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ συναντήθηκαν με τον Ινονού στο Κάιρο ζητώντας του η Τουρκία να κηρύξει τον πόλεμο στον Άξονα μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου 1944. Οι Τούρκοι φάνηκαν, επισήμως, πρόθυμοι, αλλά πάλι έθεσαν όρους που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν.
Ο Τσόρτσιλ προειδοποίησε τους Τούρκους ότι τυχόν άρνησή τους θα αποτελούσε το τέλος της «συμμαχίας» (!) και την ενδεχόμενη στήριξη της Βρετανίας σε σοβιετικές διεκδικήσεις έναντι της Τουρκίας. Παρόλα αυτά οι Τούρκοι αρνήθηκαν και πάλι και μάλιστα ταπείνωσαν τους Βρετανούς αρνούμενοι να δεχτούν υψηλόβαθμη στρατιωτική αντιπροσωπεία, απαιτώντας όμως παράλληλα να πληροφορηθούν τα συμμαχικά στρατιωτικά σχέδια κατά της Γερμανίας!
Τον Φεβρουάριο του 1944 η βρετανική στρατιωτική αποστολή αποχώρησε από την Τουρκία και παράλληλα σταμάτησε ν παράδοση πολεμικού υλικού στην Τουρκία, με τον Τσόρτσιλ να δηλώνει: «… Διακόψαμε τη βοήθεια αφού δώσαμε 20 εκατ. λίρες στερλίνες σε αγγλικά και αμερικανικά όπλα μόνο για το έτος 1943. Δεν ενθαρρύνουμε πλέον την Τουρκία να βρίσκεται παρά τω πλευρώ των νικηφόρων εθνών».
Το πλοίο «Στρούμα» και οι Εβραίοι
Υπάρχει όμως και μια άλλη-άγνωστη- πτυχή σ εκείνη την εποχή. Ακολουθώντας μια ρατσιστική πολιτική, οι τουρκικές αρχές δεν χορηγούσαν όπλα στους Εβραίους που επιστρατεύθηκαν στα χρόνια του πολέμου (όπως και στους Ελληνες άλλωστε), ενώ αφαιρέθηκε η τουρκική υπηκοότητα από τούρκους Εβραίους που ζούσαν εκτός της χώρας, με τραγικές συνέπειες για όσους κατοικούσαν σε χώρες υπό γερμανική κατοχή.
Επίσης, απαγορεύθηκε η διαμονή σε Εβραίους με ξένη υπηκοότητα που προσπάθησαν να καταφύγουν στο τουρκικό έδαφος. Αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση του πλοίου «Στρούμα», που έφτασε από τη Ρουμανία στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1941, μεταφέροντας πάνω από 760 Εβραίους.
Οι αρχές απαγόρευσαν στους επιβάτες να αποβιβαστούν και τον Φεβρουάριο του 1942 η τουρκική κυβέρνηση διέταξε να ρυμουλκηθεί με τη βία το πλοίο έξω από τα χωρικά της ύδατα, στη Μαύρη Θάλασσα, όπου παρέμεινε ακυβέρνητο, για να βυθιστεί από έκρηξη, με συνέπεια μόνο ένας από τους 760 επιβάτες του «Στρούμα» να σωθεί.
Μία από τις συνέπειες του νόμου «βαρλίκ» ήταν να υποστεί δεινό πλήγμα η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, δεδομένου ότι οι Έλληνες αναγκάστηκαν, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, να πληρώσουν 80 εκατ. τουρκικές λίρες από το συνολικό ποσό των 435 εκατ. λιρών.
Κι έτσι, ενώ οι 100.000 περίπου ομογενείς της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν το 0,5% του πληθυσμού της Τουρκίας, πλήρωσαν γύρω στα 20% του συνολικού φόρου βαρλίκ.
Τουρκία: Κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία το… 1945!
Το… αστείο της υπόθεσης είναι ότι η Τουρκία διέκοψε τις εμπορικές και διπλωματικές της σχέσεις με τη Γερμανία μόλις τον Αύγουστο του 1944, όταν το χιτλερικό οικοδόμημα κατέρρεε και… κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία στις 23 Φεβρουαρίου 1945, όταν οι Σοβιετικοί βρίσκονταν σχεδόν έξω από τις πύλες του Βερολίνου και οι δυτικοί Σύμμαχοι πίεζαν στον Ρήνο.
Τι είχε κερδίσει από την πολιτική αυτή η Τουρκία; Μόνο από τις αποδόσεις των κρατικών της ομολόγων, χάρη στην συμμαχική στήριξη, κέρδισε περί τα 260 εκ. δολάρια εποχής. Η βιομηχανική απασχόληση στη χώρα αυξήθηκε κατά 40% και η τουρκική Κεντρική Τράπεζα έφτασε να διαθέτει μεγάλο απόθεμα χρυσού. 189 τόνους μόνο από την Γερμανία!
(Ένα μέρος δε του χρυσού αυτού, προερχόταν από τα θύματα κυρίως Εβραίους της ναζιστικής βαρβαρότητας, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.)
Τέλος να σημειωθεί ότι η Τουρκία, μόνο όσον αφορά τα άρματα μάχης, έλαβε 575 από Αμερικανούς και Βρετανούς και πολλά ακόμα τεθωρακισμένα οχήματα. Στο τέλος του πολέμου ο τότε πρωθυπουργός Σουκρού Σαράκιογλου αποφαίνεται με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα: «Η Τουρκική Δημοκρατία από τις πρώτες στιγμές, με τις δηλώσεις της, τα όπλα της και την καρδιά της ήταν στο πλευρό των δημοκρατικών εθνών».
Και όπως θα σχολιάσει μερικά χρόνια αργότερα ο διαπρεπής τούρκος εκδότης και συγγραφέας Καμουράν Μπεκίρ Χαρπουτλού, «αν ο φασισμός ήταν νικητής είναι φανερό ότι η ίδια φράση θα είχε λεχθεί υπέρ αυτού».
Πηγή History Point