ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ

Ελληνοτουρκικά: Το ανίκητο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό – Δεν έχει χάσει ποτέ στην ιστορία

Από τη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας έως και σήμερα, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είναι αήττητο.

Ελληνοτουρκικά: Από τη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας έως και σήμερα, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είναι αήττητο.
Συντάκτης: Sportime Team Χρόνος ανάγνωσης: 15 λεπτά

Ελληνοτουρκικά: Από τη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνας έως και σήμερα, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό είναι αήττητο.

Πολεμικό Ναυτικό: Ιδού ένα μεγάλο απόσπασμα από την επίσημη ιστοσελίδα.

Όταν το 1821 θα ξεσπάσει η επανάσταση, σημαντικότατο ρόλο θα διαδραματίσει το Ναυτικό.

Οι Έλληνες νικήθηκαν αρκετές φορές στη ξηρά, αλλά ποτέ στη θάλασσα ενώ οι ατρόμητοι μπουρλοτιέρηδες με τα πυρπολικά τους ανέτρεπαν τη λογική της υπεροπλίας και των αριθμών, προξενώντας βαρύτατες απώλειες στην Τουρκική αρμάδα που προσπαθούσε να επέμβει στα μέτωπα της Επανάστασης.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελληνική ανεξαρτησία κερδήθηκε στη θάλασσα με μια ένδοξη ναυμαχία, τη ναυμαχία του Ναβαρίνου.

Η ιστορία του στόλου του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους αρχίζει το 1828. Όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης της απελευθερωμένης Ελλάδας, ο ελληνικός στόλος αριθμούσε λίγα πλοία, παλαίμαχα του αγώνα της ανεξαρτησίας.

Πρώτος Υπουργός Ναυτικών διετέλεσε ο Ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης. Το ισχυρότερο πλοίο του στόλου της εποχής, η φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ», είχε ναυπηγηθεί στην Αμερική κατά τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης πυρπολήθηκε όμως από το Ναύαρχο Α. Μιαούλη στον Πόρο κατά την αποστασία των Υδραίων (1831).

Με την κάθοδο του Όθωνα στην Ελλάδα, το 1832, ο πολεμικός στόλος περιλάμβανε μια κορβέτα, μία γαβάρα, τρία μπρίκια, έξι γολέτες, δύο κανονιοφόρους, δύο ατμόπλοια και μερικά ακόμη μικρά κότερα.

Ο ναύσταθμος είχε εγκατασταθεί από την εποχή του Καποδίστρια στον Πόρο και επικεφαλής του ναυτικού Διευθυντηρίου ήταν ο Ανδρέας Μιαούλης.

Παρά τα περιορισμένα μέσα της εποχής, ξεκίνησε η ναυπήγηση σειράς καινούριων πλοίων στον ίδιο το ναύσταθμο ενώ, παράλληλα, τα παλαιά πλοία σταδιακά αποσύρονταν.

Επίσης, καταβάλλονταν συνεχείς προσπάθειες για τη μόρφωση των αξιωματικών : οι νέοι που προορίζονταν για δόκιμοι εκπαιδεύονταν αρχικά στη στρατιωτική σχολή των Ευελπίδων και στη συνέχεια μετατάσσονταν στο Ναυτικό, καθώς δεν υπήρχε ακόμα ναυτική σχολή. Η πρώτη ναυτική σχολή ιδρύθηκε το 1846 πάνω στην κορβέτα «ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ» και διευθυντής της ορίστηκε ο Λεωνίδας Παλάσκας.

Η ελλιπής εκπαίδευση των αξιωματικών στην Ελλάδα, η σύγκρουση των φορέων του νέου πνεύματος στη ναυτική τέχνη, που έφερναν όσοι κατόρθωναν να εκπαιδευτούν στο εξωτερικό, κυρίως στη Γαλλία και την Αγγλία, με την παλαιά παράδοση των έμπειρων θαλασσομάχων του Αγώνα, καθώς και οι εθνικές περιπέτειες της εποχής συντέλεσαν στην περιορισμένη και σε σαθρές βάσεις οργανωμένη δράση του ναυτικού, που αρκούνταν σε κρατικές μεταφορές, στην αστυνόμευση της θάλασσας και την καταδίωξη της πειρατείας.

Αργότερα, ο στόλος ενισχύθηκε με περισσότερα πλοία και το 1855 παραγγέλθηκαν τα πρώτα σιδερένια ελικοκίνητα πλοία από την Αγγλία, οι ατμοημιολίες «ΠΑΝΟΠΗ», «ΠΛΗΞΑΥΡΑ», «ΑΦΡΟΕΣΣΑ» και «ΣΦΕΝΔΟΝΗ».

Κατά την Κρητική Επανάσταση (1866) τα πλοία του στόλου βρέθηκαν ανέτοιμα να κατορθώσουν κάτι το αξιόλογο. Η αποτυχία αυτή αφύπνισε τους ιθύνοντες και απέδειξε την ορθότητα του δόγματος ότι «το ναυτικόν, απαραίτητον όπλον δια την Ελλάδα, δια τον πόλεμο μόνον πρέπει να παρασκευάζηται και εις αυτόν μόνον να αποβλέπη».

Έτσι, ο στόλος ενισχύθηκε με νέα και μεγαλύτερα πλοία, ενώ από το 1885 με τη χρήση του σιδήρου στη ναυπηγία, την καθολική εφαρμογή του ατμού, την αυλάκωση των πυροβόλων, τη θωράκιση των πλοίων και την εμφάνιση της τορπίλης η όψη του ναυτικού άλλαξε και σημειώθηκε σταθμός στην εξέλιξη του.

Εν τω μεταξύ, από το 1878, λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου και για λόγους ασφαλείας, ο ναύσταθμος είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Φανερωμένης της Σαλαμίνας και λίγα χρόνια μετά μεταφέρθηκε στη θέση Αράπης, όπου βρίσκεται και σήμερα.

Παράλληλα, ιδρύθηκε η Ναυτική Σχολή Δοκίμων με τη φωτισμένη διεύθυνση του Ηλία Κανελλόπουλου, ενώ αποστολή από τη Γαλλία, υπό το Ναύαρχο Λεζέν, έθεσε τις πρώτες επιστημονικές βάσεις για την οργάνωση του ναυτικού και τη μεθοδική εκπαίδευση του κατώτερου προσωπικού: καθιερώθηκε η υπηρεσία των κληρωτών, η εκπαίδευση των οποίων γινόταν στα παλαιά κτίρια του ναυστάθμου του Πόρου, και το κέντρο ονομάστηκε Κεντρικόν Προγυμναστήριον.

Κατά την πρωθυπουργία του Χ. Τρικούπη, το 1889, ο στόλος ενισχύθηκε περαιτέρω με την παραγγελία των θωρηκτών «ΥΔΡΑ», «ΣΠΕΤΣΑΙ» και «ΨΑΡΑ» από την Γαλλία.

Έτσι η Ελλάδα αντιμετώπισε τον αποδυναμωμένο Τουρκικό στόλο στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία στο Αιγαίο, αδυνατώντας όμως να επιδράσει αποτελεσματικότερα στην έκβαση του πολέμου που οδήγησε σε εθνική ταπείνωση.

Μετά τον πόλεμο του 1897, ο τουρκικός στόλος ενισχύθηκε και το 1909, σε απάντηση της ενίσχυσης αυτής, μεταξύ άλλων, αγοράστηκε από την Ιταλία το υπό κατασκευή θωρηκτό καταδρομικό «Γ. ΑΒΕΡΩΦ». Το 1907 ιδρύθηκε το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού με πρώτο Αρχηγό τον Ναύαρχο Κουντουριώτη.

Το 1910 μετακλήθηκε αγγλική αποστολή, με πρόεδρο το Ναύαρχο Τόφνελ, με σκοπό την αρτιότερη οργάνωση και εκπαίδευση του ναυτικού η επιτροπή συντέλεσε αποφασιστικά για την υιοθέτηση των τρόπων και των μεθόδων της αγγλικής διοίκησης, εκπαίδευσης και οργάνωσης, και ιδιαίτερα στους τομείς της στρατηγικής τακτικής και στη σήμανση.

Ο Βαλκανικός Πόλεμος του 1912 βρήκε τον ελληνικό στόλο συγκροτούμενο από το «ΑΒΕΡΩΦ», τα τρία παλαιά θωρηκτά «ΥΔΡΑ», «ΣΠΕΤΣΑΙ» και «ΨΑΡΑ», οκτώ αντιτορπιλικά του τύπου «ΘΥΕΛΛΑ» και «ΝΙΚΗ», πέντε παλαιά γερμανικά τορπιλοβόλα, τις κανονιοφόρους «ΑΚΤΙΟΝ», «ΑΜΒΡΑΚΙΑ», «Α» και «Δ», τέσσερις ατμομυοδρόμωνες τύπου «ΑΧΕΛΩΟΣ» και άλλα βοηθητικά πλοία.

Στις παραμονές του πολέμου αγοράστηκαν από την Γερμανία ακόμα δύο αντιτορπιλικά («ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ» και «ΚΕΡΑΥΝΟΣ») και από την Αγγλία τέσσερα ανιχνευτικά («ΑΕΤΟΣ», «ΙΕΡΑΞ», «ΛΕΩΝ», «ΠΑΝΘΗΡ»).

Τέλος, κατέπλευσε το πρώτο από τα δύο υποβρύχια («ΔΕΛΦΙΝΙ» και «ΞΙΦΙΑΣ») που είχαν παραγγελθεί από τη Γαλλία.

Με αυτή τη σύνθεση, ο ελληνικός στόλος κυριάρχησε στο Αιγαίο και συνέτριψε τον Τουρκικό στις ναυμαχίες τις Έλλης και της Λήμνου και απελευθερώθηκαν όλα τα νησιά του Β και ΒΑ Αιγαίου, υπό την ηγεσία του ναυάρχου Κουντουριώτη.

Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η Αγγλία προέβη σε κατάσχεση των υπό κατασκευή τουρκικών και ελληνικών θωρηκτών και ευδρόμων αντιτορπιλικών, που βρίσκονταν στα αγγλικά ναυπηγεία.

Ο ελληνικός στόλος συμμετείχε στις ναυτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, στο πλευρό των συμμάχων, με ελαφρά πλοία στα οποία ανατέθηκαν πυκνές περιπολίες, συνοδείες νηοπομπών και άλλες πολεμικές αποστολές.

Μετά την ανακωχή, ο ελληνικός και συμμαχικός στόλος εισήλθαν στην Προποντίδα, αγκυροβόλησαν στην Κωνσταντινούπολη και Νικομήδεια και συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στη Ρωσία.

Αργότερα, αρχικά με τη βοήθεια των συμμάχων και κυρίως των Άγγλων, ενώ στη συνέχεια μόνος ο ελληνικός στόλος συμμετείχε στις επιχειρήσεις καλύψεως της Θράκης και της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Μετά την εκστρατεία στην Μ. Ασία (1922), καταβλήθηκε προσπάθεια ανακαίνισης των περισσότερων πολεμικών μονάδων τα «ΑΒΕΡΩΦ» και «ΕΛΛΗ» επισκευάστηκαν στη Γαλλία, τα τέσσερα αντιτορπιλικά στην Αγγλία, ενώ όλα τα υπόλοιπα στην Ελλάδα.

Για πρώτη φορά με την εκχώρηση ενός εμπορικού, ο στόλος ενισχύθηκε με πλωτό συνεργείο, στο οποίο δόθηκε το όνομα «ΗΦΑΙΣΤΟΣ», ενώ παραγγέλθηκαν και έξι υποβρύχια στη Γαλλία, από τα οποία αξίζει να σημειωθούν τα «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» και «ΚΑΤΣΩΝΗΣ».

Η εκπαίδευση των αξιωματικών ενισχυόταν περιοδικά με αγγλικές αποστολές. Η θητεία των κληρωτών ναυτών ορίστηκε σε 18μήνη και η δύναμη του ναυτικού συμπληρωνόταν με λίγους εθελοντές.

Από το 1928, με την πρωθυπουργία του Ε. Βενιζέλου, εμπεδώνεται ο γενικότερος φιλειρηνικός προσανατολισμός της περιόδου, με την οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και την αισθητή μείωση των δαπανών για την άμυνα.

Μετά την πτώση του, το 1932, την πολιτική αναστάτωση της εποχής διέκοψαν το φιλοβενιζελικό στρατιωτικό κίνημα του 1935 και ασφαλώς, η διδακτορία του Ι. Μεταξά, που άλλαξε άρδην το στρατιωτικό σκηνικό.

Παραγγέλθηκαν στην Αγγλία δύο αντιτορπιλικά, τα «Β. ΓΕΩΡΓΙΟΣ» και «Β. ΟΛΓΑ», αγοράστηκαν τέσσερα ναρκαλιευτικά, δώδεκα υδροπλάνα και ένα πετρελαιοφόρο και άρχισε η εκπόνηση επιτελικών σχεδίων και προγραμμάτων για την ενίσχυση του ΠΝ και την προετοιμασία του για τον επερχόμενο πόλεμο.

Πράγματι, οργανώθηκε η παράκτια άμυνα σύμφωνα με την κατανομή των ακτών της χώρας σε έξι Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές, οι οποίες με πενιχρά οικονομικά μέσα, επάνδρωσαν οχυρωματικά και έργα αντιαεροπορικής άμυνας στην ξηρά και οργάνωσαν πεδία ναρκών και ανθυποβρυχιακά φράγματα για προστασία ζωτικών λιμένων και βάσεων σε όλη την επικράτεια, με αποτέλεσμα την ικανοποιητική τους χρησιμοποίηση με την έναρξη του πολέμου.

Μετά την ύπουλη βύθιση του «ΕΛΛΗ» στο λιμάνι της Τήνου, στις 15-8-1940, από το Ιταλικό υποβρύχιο «DELFINO», το ΓΕΝ προέβη στην επίσπευση της συμπλήρωσης των προκαταρκτικών φάσεων της πολεμικής κινητοποίησης. Η βασική επιλογή τακτικής για το ναυτικό υπήρξε η απόκρουση κάθε προσπάθειας για επιδρομικές ή αποβατικές ενέργειες του εχθρού, τουλάχιστον μέχρι την άφιξη του Αγγλικού στόλου στην περιοχή.

Η έναρξη του πολέμου βρήκε επομένως, το ναυτικό έτοιμο για πολεμικές επιχειρήσεις. Αρχικά τα πλοία συνόδευαν νηοπομπές με πολεμοφόδια, καύσιμα και τρόφιμα για το στρατό που μαχόταν στο μέτωπο της Αλβανίας.

Επιπλέον, τα υποβρύχια μας ανέλαβαν δράση κατά των θαλασσίων συγκοινωνιών του εχθρού στην Αδριατική και σημείωσαν λαμπρές επιτυχίες.

Όταν όμως η Γερμανία έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο Μπαρμπαρόσσα, τα αεροσκάφη της Luftwaffe , ξεκινώντας από τις βάσεις στο βουλγαρικό έδαφος, άρχισαν ανελέητη επίθεση εναντίον των ελληνικών πολεμικών και εμπορικών πλοίων, καθώς και των εγκαταστάσεων στην ξηρά σε όλη τη χώρα ο απολογισμός για το στόλο είναι τραγικός : εικοσιπέντε πλοία κάθε κατηγορίας βυθίστηκαν στο διάστημα 4-25 Απριλίου 1941.

Ο Αρχηγός ΓΕΝ, ναύαρχος Α. Σακελλαρίου, λαμβάνει την απόφαση, ακολουθώντας την πολιτική ηγεσία της χώρας, για συνέχιση του αγώνα. Αρχίζει έτσι η σταδιακή αποχώρηση των πλοίων που απέμειναν, αρχικά προς τη Σούδα της Κρήτης και έπειτα στην Αλεξάνδρεια.

Στο τέλος του Απρίλη του 1941, στον όρμο της Αλεξάνδρειας βρίσκονταν δεκαεπτά ελληνικά πλοία (ένα θωρηκτό, έξι αντιτορπιλικά, τρία τορπιλοβόλα, πέντε υποβρύχια και ένα βοηθητικό), τα μόνα που ενώθηκαν με τον Αγγλικό στόλο και που αποτελούσαν το μόνο ελεύθερο ελληνικό έδαφος.

Τα ελληνικά πλοία, όλα εκτός από τη «Β. ΟΛΓΑ», παμπάλαια και ισχυρά δοκιμασμένα από την εντατική χρήση τους κατά τον πόλεμο, χρειάζονταν ριζική συντήρηση και τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τον καίριο ρόλο που θα έπαιζαν στο άμεσο μέλλον.

Στους αγγλικούς επισκευαστικούς σταθμούς στην Αίγυπτο και την Ινδία επισκευάστηκαν όλα τα πλοία μας και ενισχύθηκε ή και αντικαταστάθηκε ολοσχερώς ο οπλισμός τους.

Οι αποστολές των πλοίων μας συνίσταντο κατά κύριο λόγο σε συνοδείες νηοπομπών και σε περιπολίες τόσο στην Μεσόγειο όσο και στον Ινδικό ωκεανό και τον Περσικό κόλπο, κυρίως για την ενίσχυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Παράλληλα, στην Αίγυπτο ταχύρυθμα σχολεία λειτουργούσαν με σκοπό την εκπαίδευση παλαιών και νέων στελεχών, ενώ αποστολές για την παραλαβή νέων σκαφών αναχώρησαν για την Αγγλία. Επίσης, η υπηρεσία που δημιουργήθηκε για την εξουδετέρωση των ναρκών εξελίχθηκε σε ολόκληρο στόλο ναρκαλιευτικών.

Τα πλοία μας εργάστηκαν συχνά με αυτοθυσία κατά τη λεγόμενη μάχη της Αλεξάνδρειας, αρνούμενα να διαφύγουν στην Ερυθρά θάλασσα. Και όταν οι δυνάμεις του Άξονα, υπό τον Ρόμμελ, συγκρατήθηκε στο Ελ Αλ Αμέιν, βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις για την προετοιμασία της αντεπίθεσης.

Το 1942, οι Άγγλοι παρέδωσαν στο Ελληνικό Ναυτικό ολόκληρη μοίρα αντιτορπιλικών τελευταίου τύπου, στα οποία δόθηκαν τα ονόματα «ΚΑΝΑΡΗΣ», «ΜΙΑΟΥΛΗΣ», «ΠΙΝΔΟΣ» και «ΑΔΡΙΑΣ», καθώς και την κορβέττα «ΣΑΚΤΟΥΡΗΣ» και το υποβρύχιο «ΜΑΤΡΩΖΟΣ», που προερχόταν από λεία πολέμου.

Πολλές από τις καταστροφές και ζημιές του εχθρού οφείλονταν στην μέχρι αυτοθυσίας δράση των Ελληνικών πλοίων, των οποίων τα πληρώματα διακρίθηκαν για το θάρρος, την αφοσίωση στο καθήκον και την ψύχραιμη αντιμετώπιση των κινδύνων.

Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν χάθηκε η επαφή με την ίδια την Ελλάδα: τα ελληνικά υποβρύχια βρίσκονταν σχεδόν διαρκώς σε περιπολίες στα ανοιχτά των ελληνικών ακτών, αποβίβαζαν Βρετανούς και Έλληνες κομάντος και υλικό, παραλάμβαναν άλλους, αιχμαλώτιζαν ή βύθιζαν τα επιταγμένα σκάφη, τρομοκρατούσαν τους Ιταλούς στα Δωδεκάνησα και προκαλούσαν ανεπανόρθωτες απώλειες στους Γερμανούς στο υπόλοιπο Αιγαίο.

Στις 18-9-1943 το «Β. ΟΛΓΑ», πρωταγωνίστρια σε όλες τις μεγάλες νίκες εναντίον του εχθρού στη Μεσόγειο, με δύο Αγγλικά αντιτορπιλικά καταστρέφει ολόκληρη γερμανική νηοπομπή απόβασης στα Δωδεκάνησα, αλλά κύματα στούκας επιτίθενται εναντίον της και τελικά την βυθίζουν στο λιμάνι της Λέρου.

Ενώ οι επιδρομές των συμμαχικών πλοίων μαίνονται στα δώδεκα νησιά, ο «ΑΔΡΙΑΣ» πρωτοστατεί στο βομβαρδισμό των ακτών της Καλύμνου τη νύχτα της 22-10-1943 ανατινάζεται η πλώρη του, που προσέκρουσε σε νάρκη.

Παρά την πυρκαγιά και την αχρήστευση των πυροβόλων του, ο τραυματισμένος Κυβερνήτης του, αντιπλοίαρχος Ι. ΤΟΥΜΠΑΣ, διατάσσει να κλειστούν τα στεγανά, να σβηστούν οι εστίες φωτιάς, να περισυλλεγούν οι ναυαγοί από ένα άλλο Αγγλικό αντιτορπιλικό και να επιστρέψουν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.

Ο κατάπλους του θρυλικού αντιτορπιλικού έγινε μέσα σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων.

Η δράση του ΠΝ ολοκληρώθηκε με την κατάρτιση και εκτέλεση του Σχεδίου Επιστροφής του Ναυτικού στην Ελλάδα (γνωστού ως Σ.Ε.Ν.Ε.), που καθόριζε τον τρόπο ομαλής άφιξης του στόλου και της Κυβέρνησης του Καΐρου στην πατρίδα.

Στα τέλη του πολέμου τα πλοία του στόλου διεσπάρησαν στα νησιά και τα λιμάνια του Αιγαίου, με σκοπό την εκδίωξη των τελευταίων πυρήνων του εχθρού, τη συνοδεία νηοπομπών με τρόφιμα και εφόδια για τον άμαχο πληθυσμό και την αναζωογόνηση των παλαιών Ναυτικών Διοικήσεων, που θα βοηθούσαν στην εγκαθίδρυση της ελληνικής διοίκησης.

Συμμετείχε κυρίως στην εκδίωξη των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από τις παράλιες περιοχές και ιδιαίτερα από την περιοχή της Αθήνας. Με την ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους, η ανάγκη ανανέωσης των πλοίων του στόλου ήταν περισσότερο από επιτακτική.

Τα περισσότερα από τα πλοία παραχωρήθηκαν στα πλαίσια της Αμερικάνικης Στρατιωτικής Βοήθειας, ενώ αλλά δανείστηκαν και επεστράφησαν, ενώ πολύ λίγα αγοράστηκαν. Τα περισσότερα από τα πλοία που μας παραχωρήθηκαν βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση και χρειάζονταν μετατροπές, επισκευές και ανανέωση στον οπλισμό τους – λίγα ήταν πραγματικά καινούρια.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα: το 1947 παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ έξι κανονιοφόροι («ΑΡΣΛΑΝΟΓΛΟΥ», «ΜΠΛΕΣΣΑΣ», «ΠΕΖΟΠΟΥΛΟΣ», «ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΣ», «ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ» και «ΛΑΣΚΟΣ»).

Ως μέρος των ιταλικών επανορθώσεων, το 1950, παραχωρήθηκε το καταδρομικό «ΕΛΛΗ», ενώ το 1951, παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ τα αντιτορπιλικά «ΔΟΞΑ» και «ΝΙΚΗ», οι ναρκοθέτιδες «ΑΚΤΙΟΝ» και «ΑΜΒΡΑΚΙΑ», το δεξαμενόπλοιο «ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΑ» και τα υποβρύχια «ΠΟΣΕΙΔΟΝ» και «ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ».

Κατά την περίοδο 1958-1960 παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ έξι οχηματαγωγά, τέσσερα αντιτορπιλικά τύπου Fletcher, τα «ΑΣΠΙΣ», «ΒΕΛΟΣ», «ΛΟΓΧΗ» και «ΣΦΕΝΔΟΝΗ», δύο αποβατικής υποστηρίξεως, τα «ΒΛΑΧΑΒΑΣ» και «ΜΑΡΙΔΑΚΗΣ», και τρία αρματαγωγά, τα «ΙΚΑΡΙΑ», «ΛΕΣΒΟΣ» και «ΡΟΔΟΣ».

Το 1964 παρελήφθη το υποβρύχιο «ΤΡΙΑΙΝΑ», καθώς και έξι ναρκαλιευτικά («ΑΗΔΩΝ», «ΑΙΓΛΗ», «ΔΑΦΝΗ», «ΔΩΡΙΣ», «ΚΙΧΛΗ» και «ΚΙΣΣΑ»).

Με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών το 1967, το Ναυτικό, με πρώτο τον Αρχηγό ΓΕΝ, Αντιναύαρχο Κ. Εγκολφόπουλο, που παραιτήθηκε εξέφρασε από την αρχή την αντίθεση του στην κατάλυση της δημοκρατίας.

Στους μήνες που ακολούθησαν αποστρατεύτηκαν αναγκαστικά 61 αξιωματικοί από τις τάξεις του. Κορύφωση της αντιστασιακής δημοκρατικής δράσης του αποτέλεσε το λεγόμενο «Κίνημα του Ναυτικού», που τελικά δεν εκτελέστηκε, αλλά κατάφερε καίριο πλήγμα στη χούντα και ανέτρεψε τα σχέδια της.

Στις 25-5-1973, το αντιτορπιλικό «ΒΕΛΟΣ» κατέπλευσε στο λιμάνι Φιουμιτσίνο της Ιταλίας και με τη διαφυγή του αυτή εκφράστηκε η θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ενόπλων Δυνάμεων και του λαού να πληροφορήσουν και να καταγγείλουν στη παγκόσμια κοινή γνώμη ότι στην Ελλάδα είχε επιβληθεί ένα παράνομο καθεστώς βίας από επίορκους αξιωματικούς.

Κατά την επίθεση στην Κύπρο, ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στις δύο τορπιλακάτους «Τ1» και «Τ3», οι οποίες τα ξημερώματα της 20 ης Ιουλίου 1974, με την εμφάνιση της τουρκικής ναυτικής δύναμης του ΑΤΤΙΛΑ έξω από την Κερύνεια, απέπλευσαν, αλλά η αμυντική τους προσπάθεια καταπνίγηκε από την έντονη αεροπορική επίθεση, εκεί σκοτώθηκε ο Κυβερνήτης της «Τ3» υποπλοίαρχος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΤΣΟΜΑΚΗΣ μαζί με όλο το πλήρωμα.

Επίσης την ίδια μέρα, το αρματαγωγό «ΛΕΣΒΟΣ», με κυβερνήτη τον πλωτάρχη ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΧΑΝΔΡΙΝΟ, στην Πάφο, βομβάρδισε επί ώρα τον τομέα της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης που στάθμευε στο νησί, κάτω από το ενετικό φρούριο της πόλης, μέχρι την τελική της παράδοση.

Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πλοίο αποβίβασε τη δύναμη της ΕΛΔΥΚ, που μόλις είχε παραλάβει για την Ελλάδα, παρερμηνεύτηκε από τους Τούρκους ότι δήθεν γίνεται απόβαση του ελληνικού στόλου έτσι, τα τουρκικά αεροσκάφη βύθισαν ένα τουρκικό αντιτορπιλικό, ενώ ένα άλλο υπέστη σοβαρότατες ζημίες.

Μετά τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το ναυτικό επεξεργάζεται καινούρια σχέδια για την άμυνα της χώρας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νέας δομής του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με τα οποία οι σκοποί του δεν εξαντλούνται στη θωράκιση των συνόρων της χώρας μας, αλλά επιβάλλεται και η συνεισφορά του σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις με την αιγίδα του ΟΗΕ. Από το 1982 καθιερώθηκε η οργάνωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων και των αγορών των Ενόπλων Δυνάμεων με βάση πενταετή.

Το αξιόμαχο του Ναυτικού και η καίρια γεωπολιτική θέση της χώρας αναδείχθηκαν και στην πρόσφατη κρίση του Κόλπου, κατά την οποία ο ναύσταθμος της Σούδας συντήρησε 97 πλοία, φόρτωσε και ξεφόρτωσε 13.000 τόνους υλικών, εξυπηρέτησε 31.000 πτήσεις και τροφοδότησε αεροσκάφη με 4.500 εκ. λίβρες υγρά καύσιμα, λειτουργώντας 24 ώρες το 24ωρο με εξουθενωτικούς ρυθμούς, πράττοντας το καθήκον του κατά τρόπο άψογο.

Για την εφαρμογή των κυρώσεων σε ό,τι αφορά τη διακίνηση αγαθών προς και από το Ιράκ, συμμετείχε με τις φρεγάτες «ΕΛΛΗ» και «ΛΗΜΝΟΣ» στη διασυμμαχική ναυτική δύναμη. Επίσης, συμμετείχε με δύο πλοία του κατά την Αλβανική κρίση του 1997 στη μεταφορά ξένων υπηκόων από την Αυλώνα και το Δυρράχιο στην Ελλάδα.

Στις 31-1-1996 το Ναυτικό θρήνησε την απώλεια τριών αξιωματικών του κατά τις επιχειρήσεις στην κρίση των βραχονησίδων Ίμια, ΒΑ της Καλύμνου, τους υποπλοιάρχους Χρ. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ και Π. ΒΛΑΧΑΚΟ ΠΝ και τον αρχικελευστή Ε. ΓΙΑΛΟΨΟ.

Με την αλλαγή του δόγματος για τον ενιαίο αμυντικό χώρο Ελλάδας και Κύπρου το 1997, το Πολεμικό Ναυτικό αποσκοπεί στην ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος στην εξαιρετικά σημαντική αυτή περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, στην εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας στην Ελλάδα και την Κύπρο, στο να διαφυλάσσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα, να διατηρεί ανοιχτές τις θαλάσσιες γραμμές επικοινωνιών και να συντελεί στην τήρηση υψηλού ηθικού στο νησιωτικό πληθυσμό και στα στρατεύματα των νησιών.

Παράλληλα, εκτελεί μεταφορές προς όφελος των άλλων κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και συμβάλλει, με αερομεταφορές κυρίως, στην εξυπηρέτηση άμεσων αναγκών υγείας του πληθυσμού των νησιών.

Τέλος, η ναυτική παρουσία στα ελληνικά νησιά και ιδιαίτερα στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και στην ευρύτερη περιοχή της Κέρκυρας είναι συνεχής, με περιπολίες πολεμικών πλοίων αφενός, για την αντιμετώπιση ενεργειών που στρέφονται κατά των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, και αφετέρου στην ενίσχυση του Λιμενικού Σώματος στην απαγόρευση εισόδου λαθρομεταναστών στη χώρα και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, λαθρεμπορίας όπλων κλπ.

 

Διαβάστε επίσης:

Φορτούνης: Ρήξη χιαστού στο αριστερό γόνατο!

Ποιοι χάνουν τα επιδόματα ΟΠΕΚΑ

Exit mobile version