Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν, είπε για το κορυφαίο ζεϊμπέκικο
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αρνήθηκε να γράψει στίχους λέγοντας πως «αυτό δεν παίρνει λόγια». Το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» έμεινε βουβό – και συγκλονιστικό.
Δεν είναι τραγούδι. Είναι ανάσα. Είναι σιωπή που ξεσπά, βήμα που παλεύει να κρατηθεί όρθιο. Το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» δεν γράφτηκε για να χορευτεί στα πανηγύρια. Δεν φτιάχτηκε για στίχους ή φωνές. Ήταν ένα κομμάτι που γεννήθηκε για να μείνει μόνο του. Γυμνό, καθαρό, σπαρακτικό. Όπως και ο άντρας που το χορεύει στην ταινία.
Ο Μάνος Λοΐζος το ολοκλήρωσε και το πήγε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ζητώντας του να γράψει στίχους. Ο Παπαδόπουλος κοίταξε τη μουσική και είπε τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν». Και δεν υπήρχαν. Γιατί η μελωδία δεν περιγράφει κάτι. Το ζει.
Το ζεϊμπέκικο αυτό εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Είναι η στιγμή που ο λοχίας Μπάσκος, μέσα σε ένα ταβερνάκι, σηκώνεται και χορεύει. Είναι μόνος του, με την πλάτη στους τοίχους και την πίκρα στα παπούτσια. Η Ευδοκία τον παρακολουθεί. Του χτυπάει παλαμάκια. Ο νταβατζής της οργίζεται. Αλλά τίποτα δεν διακόπτει το βάδισμα αυτού του ζεϊμπέκικου. Γιατί δεν είναι χορός. Είναι απόφαση.
Το φιλμ κυλάει χωρίς πολλά λόγια. Η μουσική του Λοΐζου γεμίζει το κενό. Δεν υπάρχουν στροφές, δεν υπάρχουν φωνητικά να σου πουν τι συμβαίνει. Κι όμως καταλαβαίνεις. Είναι ένας χορός χωρίς κοινό, χωρίς φώτα, χωρίς μαγκιά. Είναι ο χορός του άντρα που κουβαλάει βάρος. Που ζυγίζει κάθε βήμα, όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να σταθεί.
Η ταινία είναι μια τραγωδία χωρίς διδακτισμό. Ο λοχίας και η πόρνη προσπαθούν να αγαπηθούν σε έναν κόσμο που τους τραβάει προς τα κάτω. Οι κανόνες, οι προκαταλήψεις, τα φαντάσματα της κοινωνίας τούς πνίγουν. Και η μόνη στιγμή που ο ήρωας έχει χώρο είναι όταν χορεύει. Τότε μόνο είναι ελεύθερος.
Μετά τη Μεταπολίτευση, το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» έγινε θρύλος. Το χόρεψε ο Ανδρέας Παπανδρέου, το τίμησαν γενιές και γενιές Ελλήνων. Όμως κανένας δεν μπόρεσε να το κάνει δικό του, γιατί το κομμάτι αυτό δεν ανήκει σε κανέναν. Είναι του καθενός που έχει μια στιγμή να πονέσει, να μείνει μόνος, να μη θέλει λόγια. Είναι για εκείνους που δεν θέλουν να εξηγήσουν τι νιώθουν. Θέλουν μόνο να το βγάλουν από μέσα τους.
Αυτό το ζεϊμπέκικο δεν παίζεται στα πανηγύρια. Δεν λέγεται στα ραδιόφωνα. Δεν έχει κουπλέ και ρεφρέν. Έχει σιωπή και βάθος. Και κυρίως έχει μια Ελλάδα που δεν σηκώνει φωνές, μόνο βλέμματα και σκυμμένα κεφάλια.