Ή πως μπορεί μία ταινία να σε ξαναστείλει στο σινεμά!
Η σχέση μου με το σινεμά είναι λίγο περίεργη. Το λατρεύω και υπάρχουν πραγματικά περίοδοι που δεν αφήνω ταινία για ταινία που να μην δω.
Άλλες φορές πάλι νιώθω τόσο μπουχτισμένος και αδιάφορος, που αν δεν με παρακινήσει κάποιος φίλος, δεν υπάρχει περίπτωση να σηκωθώ και να πάω να δω ταινία. (Πρέπει να αναφέρω για να ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε, ότι συνήθως πηγαίνω σινεμά μόνος μου και για τη βόλτα και για την γενικότερη εμπειρία και αύρα του σινεμά.)
Αυτή την περίοδο άρνησης λοιπόν την περάνω αυτή τη στιγμή.
Για την ακρίβεια τους τελευταίους μήνες.
Είχα μάθει μέσω των δελτίων τύπου και των διαφόρων trailer, ότι πρόκειται να γίνει μία κινηματογραφική μεταφορά της φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Ήμουν πάρα μα πάρα μα πάρα πολύ διστακτικός, αλλά με το ενδιαφέρον μου κεντρισμένο στο έπακρο για να μάθω περισσότερα. “Μα θα παίζει και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη πόσο άσχημα μπορεί να πάει αυτό;” Είπε μία φωνή μέσα στο κεφάλι μου την πρώτη φορά που διαβάσαμε το δελτίο τύπου.
Εντάξει λοιπόν φωνούλα στο δίνω. Θα περιμένουμε και όταν κυκλοφορήσει θα πάμε να τη δούμε.
Ο καιρός πέρασε, η ταινία κυκλοφόρησε και εγώ λίγες μέρες πριν από το κείμενο που διαβάζετε αυτή τη στιγμή, πήρα το πραγματικά ταλαιπωρημένο 34χρονο κορμί μου και το έσυρα μέχρι τον κινηματογράφο.
Σε αυτό το σημείο θα κάνουμε μία παρένθεση και θα μιλήσουμε λίγο για τον κινηματογράφο.
( Αν αυτό το κείμενο συνεχίσει να μεγαλώνει με αυτό το ρυθμό θα το δώσω κατευθείαν στον εκδοτικό οίκο να το κάνει βιβλίο να τελειώνουμε)
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα συνοικιακό σινεμά, το οποίο φέρνει όλες τις τελευταίες ταινίες αλλά δεν έχει ποτέ τον τρελό κόσμο. -εκτός από μια-δυο φορές στα πραγματικά πολλά χρόνια που τον επισκέπτομαι.-
Για να καταλάβεις δεν έχω καθίσει ποτέ στην θέση που αναγράφεται στο εισιτήριο, γιατί πολύ απλά έχει τόσο χώρο, που μπορείς να πας να κάτσεις όπου θες. Ε εκείνη την ημέρα τα πράγματα δεν ήταν έτσι.
Η ουρά έφτανε μέχρι το δρόμο σε τέτοιο βαθμό που θεώρησα ότι δίνουν κάτι δωρεάν. Τελικά όχι.
Δεν θα σας κρύψω ότι αγχώθηκα. Όλος αυτός ο κόσμος σε προδιαθέτει ότι ή θα δεις ταινιάρα ή θα κλάψεις τα λεφτά σου! Μέση οδός δεν υπάρχει.
Όση ώρα έπαιζαν οι κλασικές διαφημίσεις πριν την ταινία σκεφτόμουν “A έτσι είναι γεμάτο αυτό το σινεμά, πολύ ενδιαφέρον.”
Μετά η ταινία ξεκίνησε…..
Από τα πρώτα λεπτά γίνεται εμφανές ότι εδώ δεν ήρθαμε για να παίξουμε. Είναι μία ιστορία η οποία είναι βαριά από την αρχή μέχρι το τέλος.
Η φωτογραφία, η σκηνοθεσία της Ευας Νάθενα και η σκηνογραφία είναι εξαιρετικά κι αλληλοσυμπληρώνονται με τόσο ιδανικό τρόπο, που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό.
Η μουσική δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο από μόνη της, αλλά σε συνδυασμό με όλη την υπόλοιπη ταινία, είναι ένας συνδετικός κρίκος που κάνει τίμια τη δουλειά του. Εκτός από τη μουσική του φινάλε.
Η μουσική του φινάλε είναι πραγματικά πολύ περισσότερο από τίμια. Είναι ανατριχιαστική και ήταν ο λόγος που καθυστέρησα να φύγω από την αίθουσα για να την ακούσω ολόκληρη.
Το καστ των ηθοποιών είναι ιδανικό με την Μαρία Πρωτόπαππα να δίνει ρεσιτάλ. Ο Δημήτρης Ήμελλος εμφανίστηκε ελάχιστα στην ταινία, όμως όσο εμφανίστηκε ήταν αλήθεια εξαιρετικός όπως και ο Γιάννης Τσορτέκης.
Άφησα επίτηδες για το τέλος την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη γιατί όποτε την έχω δει να ερμηνεύει, εγώ παθαίνω σοκ. Ήταν υπέροχη.
Ακόμα και στην πιθανότητα η υπόλοιπη ταινία να ήταν ένα χάλι μαύρο, (ευτυχώς δεν συνέβη αυτό) ήξερα πριν μπω στην αίθουσα ότι εκείνη με την ερμηνεία της θα είναι εκεί, για να σκεπάσει γλύκα την ψυχούλα μου σαν κουβέρτα μες στο καταχείμωνο. Δεν διαψεύστηκα.
Είναι από τις σπάνιες φορές που βλέπεις έναν ηθοποιό να γίνεται τόσο πολύ ο ρόλος. Μέχρι και τα μαλλιά της ήταν μέσα στο ρόλο.
Δηλώνω θαυμαστής της παντοτινός και το μόνο σίγουρο είναι ότι αν ποτέ τη συναντούσα και μπορούσε να με δει και εγώ φορούσα καπέλο θα το έβγαζα.
Όσα δεν μου άρεσαν!
Τέλεια ταινία δεν υπάρχει έλεγε η γιαγιά μου. ( Βέβαια έχω την υποψία ότι εκείνη αναφερόταν στην μονωτική ταινία με την οποία κολλούσε μεταξύ τους τα χαλιά και δύο μέρες μετά είχε φύγει και είχε τριφτεί σε όλο το σπίτι) Όπως και να έχει όσον αφορά τη Φόνισσα, ένιωσα κάποιες φορές πως δεν υπήρχε σενάριο.
Δεν βλέπαμε ξεκάθαρα το λόγο για τον οποίο κάνει αυτά που κάνει.
Θα μου πεις “κάτσε Μιλτάρα, μισό λεπτό δεν ήξερες τι πας να δεις;”
Βεβαίως αγαπημένε μου υποθετικέ αναγνώστη και το βιβλίο ξαναδιάβασα και σημειώσεις, αναλύσεις είδα πριν μπω στην αίθουσα. Αλλά δεν μιλάμε για μένα Τώρα.
Μιλάμε για την ταινία σαν ταινία και νομίζω πως με τη μορφή που έχει το συγκεκριμένο έργο, θα έπρεπε τα κίνητρα και ο λόγος που γίνεται ότι γίνεται να είναι εμφανή από την αρχή.
Στο τέλος με ένα μονόλογο της κυρίας Καραμπέτη γίνεται ξεκάθαρο γιατί συμβαίνει ότι συμβαίνει, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή αν κάποιος δεν γνωρίζει καλά την υπόθεση, αναρωτιέται Τι είναι αυτό που την ωθεί να κάνει αυτά τα πράγματα.
Η παρέα που καθόταν ακριβώς πίσω μου ας πούμε είχε αυτή την απορία και φρόντισε να την μάθει και όλο το σινεμά κατά τη διάρκεια της ταινίας. ( είναι αυτό που λέμε μη σου τύχει την ώρα της προβολής).
Η ταινία έχει και κάποιες υπερβολές τις οποίες όμως τις περίμενα και δεν με ενόχλησαν. Όπως ας πούμε ότι ξαφνικά 8 στα 10 παιδιά που εμφανίζονται σε όλο το χωριό είναι κοριτσάκια.
Τέλος επειδή πραγματικά όσα δεν μου άρεσαν είναι ελάχιστα και θέλω να τα βγάλω γρήγορα από τη μέση, θα αναφέρω και το γεγονός ότι θα ήθελα ηθοποιοί όπως ο Τσορτέκης και ο Ήμελλος να εμφανίζονταν λίγο παραπάνω στην ταινία.
Μόνο να κερδίσουμε θα είχαμε ως θεατές από μία τέτοια κίνηση.
Αντί επιλόγου
Θεωρώ ότι κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα σε οποιοδήποτε είδος και αν ανήκει, δεν είναι ο έλεγχος προόδου του Κωστάκη ή της Μαρίας στο δημοτικό για να πάρει βαθμό.
Αφήστε που δεν είμαι καν καταρτισμένος για να δίνω βαθμολογίες. Θα πω απλά ότι αν είστε προετοιμασμένοι να δείτε μία βαριά ταινία που όμως θα έχει εξαιρετική σκηνοθεσία και λαμπερό καστ, στη Φόνισσα θα περάσετε υπέροχα.
Να πάτε να το δείτε και θα με θυμηθείτε!
Πηγή: Rise TV