Από πού βγήκε το παράγκα;
Η λέξη «παράγκα» έχει πια μπει βαθιά στο λεξιλόγιο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Σήμερα, όταν κάποιος λέει «παράγκα» στο ελληνικό ποδόσφαιρο, όλοι καταλαβαίνουν. Δεν εννοεί μια πρόχειρη κατασκευή από τσίγκους, αλλά κάτι πολύ πιο… οργανωμένο. Ένα αόρατο δίκτυο εξουσίας, παρασκηνίου και ελέγχου των αποτελεσμάτων. Μια σκιά πίσω από τη σέντρα.
Αλλά πώς ξεκίνησε αυτή η λέξη; Γιατί “παράγκα”;
Ο όρος γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν κυκλοφορούσε η φήμη ότι άνθρωποι του ποδοσφαίρου συναντιούνταν σε ένα… πρόχειρο κτίσμα δίπλα στο Καραϊσκάκη, που είχε όψη κυριολεκτικής παράγκας. Εκεί, λέγεται, λαμβάνονταν αποφάσεις για το ποιος διαιτητής θα σφυρίξει ποιον, ποιο παιχνίδι “πρέπει να πάει έτσι” και πώς θα διαμορφωθεί η βαθμολογία πριν καν ξεκινήσει η αγωνιστική.
Η λέξη δεν άργησε να γίνει συνώνυμη της διαφθοράς. «Η παράγκα» δεν ήταν πια ένα μέρος. Ήταν ένα σύστημα. Ένας μηχανισμός που καθόριζε πρωταθλητές, υποβιβασμούς και διαιτητικές σταδιοδρομίες. Κάτι που ήξερες ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορούσες να αποδείξεις εύκολα.
Το 2002, με την υπόθεση του «Παρατηρητή», η έννοια άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Ηχητικά ντοκουμέντα, καταγγελίες και δίκες έκαναν λόγο για ελεγχόμενες ΕΠΣ, στημένα παιχνίδια και διαιτητές “που ξέρουν τι πρέπει να κάνουν”. Οι λέξεις «παράγκα», «σύστημα» και «τηλέφωνα» έγιναν μέρος της ποδοσφαιρικής αργκό. Το ελληνικό κοινό είχε πια όνομα για το αόρατο.
Παρά τις έρευνες, η λέξη επιβίωσε. Κάθε φορά που κάτι περίεργο συμβαίνει στο γήπεδο, πάντα θα βρεθεί κάποιος να ψιθυρίσει: «Η παράγκα ξαναχτύπησε». Κι ας έχουν περάσει δεκαετίες από το πρώτο φημολογούμενο χτίσιμο.