Χαρούπι στα γουρούνια, κινόα στα πουλερικά, φαγόπυρο στα άλογα, λιναρόσπορος στις κότες, βρώμη στα μουλάρια: Τα superfoods που κάποτε ήταν απλώς ζωοτροφές
Τα superfoods του σήμερα ήταν κάποτε τροφή για τα ζώα.
Σήμερα τα λέμε superfoods και τα πληρώνουμε σε βάρος χρυσού. Βρίσκονται στα ντουλάπια των γυμνασμένων, στα smoothies των vegan και στις ιατρικές διατροφές. Είναι βρώμη, χαρούπι, κινόα, φαγόπυρο, λιναρόσπορος, σπόροι chia, ακόμα και παντζάρι σε σκόνη. Όμως μέχρι πρόσφατα – και ιστορικά για πολλές γενιές – αυτές οι λεγόμενες “τροφές-θαύματα” ήταν κάτι άλλο: τροφή για τα ζώα.
Στην Ελλάδα, το χαρούπι ήταν η βασική τροφή για γουρούνια, κατσίκες και μουλάρια, ειδικά σε νησιά και ημιορεινές περιοχές. Οι καρποί του έπεφταν εύκολα από τα δέντρα και είχαν υψηλή θερμιδική αξία. Οι αγρότες τους αποθήκευαν σε σάκους και τάιζαν με αυτούς τα ζώα τον χειμώνα. Μόνο σε περιόδους πείνας, όπως στην Κατοχή, το χαρούπι έμπαινε και στο ανθρώπινο τραπέζι — σαν εναλλακτική του κακάο, σε μορφή ψωμιού ή σούπας. Τώρα είναι βιολογικό ρόφημα, άλευρο χωρίς γλουτένη και must σε χορτοφαγικές δίαιτες.
Η κινόα, βασική καλλιέργεια των Άνδεων για αιώνες, χρησιμοποιούνταν κυρίως για την ανθρώπινη διατροφή, όμως όταν περίσσευε ή όταν είχε κακή ποιότητα, την έδιναν και σε πουλερικά και μικρά ζώα, όπως κουνέλια και ινδικά χοιρίδια. Δεν ήταν ποτέ πολυτελής τροφή. Μέχρι και τη δεκαετία του ’80 θεωρούνταν υποτιμημένο τοπικό προϊόν. Σήμερα, το ίδιο δημητριακό πωλείται σε συσκευασίες πολυτελείας, με τιμή πολλαπλάσια από ρύζι ή φακές.
Το φαγόπυρο είχε πιο ξεκάθαρη διπλή χρήση. Στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, οι φλοιοί του δίνονταν στα άλογα, τα βοοειδή και τις γαλοπούλες, ενώ οι πιο καθαρές ποικιλίες καταναλώνονταν από ανθρώπους, κυρίως βρασμένες ως χυλός. Στη Γαλλία, ήταν το «αλεύρι των φτωχών» για κρέπες και ψωμιά, αλλά η υπόλοιπη σοδειά πήγαινε στους στάβλους. Η Δύση το αγνόησε μέχρι που μπήκε στο ραντάρ της gluten-free κουλτούρας, και από τροφή των φτωχών έγινε gourmet σιτηρό.
Ο λιναρόσπορος ήταν κλασικό συμπλήρωμα στις ζωοτροφές των κοτόπουλων και των χήνων, ιδίως στη βόρεια Ευρώπη. Οι αγρότες τον χρησιμοποιούσαν για να βελτιώσουν την ποιότητα των αυγών και να αυξήσουν την παραγωγή. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούσαν και τα φύλλα και τα στελέχη του φυτού για παραγωγή λινών υφασμάτων. Σήμερα, θεωρείται «σούπερ πηγή ωμέγα-3» και μπαίνει σε smoothies, ψωμιά, μπισκότα και αποτοξινωτικά προγράμματα.
Η βρώμη είναι από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις: τροφή για άλογα, μουλάρια και αγελάδες, για αιώνες. Μέχρι τον 20ό αιώνα, ελάχιστοι ενήλικες στην Ευρώπη έτρωγαν βρώμη. Θεωρούταν βαριά, φτωχική και «καλή μόνο για τα ζώα». Όταν όμως οι εταιρείες δημητριακών άρχισαν να την προωθούν ως «ιδανικό πρωινό για καρδιοπαθείς» στη δεκαετία του ’70, η εικόνα της άλλαξε. Πλέον είναι πρωταγωνιστής στο πρωινό των συνειδητοποιημένων.
Ακόμα και οι σπόροι chia, που θεωρούνται από τα πιο μοντέρνα superfoods, ήταν παραδοσιακά ζωοτροφή στη Μοραβία και τη Μοζαμβίκη. Η χρήση τους για ανθρώπους ήταν περιορισμένη και συχνά θεωρούνταν φτωχική ή “για τους χωριάτες”. Σήμερα, ένα κουταλάκι chia θεωρείται πράξη διατροφικής σοφίας.
Κοινός παρονομαστής σε όλα αυτά είναι η ανατροπή της διατροφικής αξίας. Οι τροφές που κάποτε θεωρούνταν δεύτερης διαλογής, σήμερα είναι σύμβολα ευεξίας και ισορροπίας. Όχι επειδή άλλαξαν οι τροφές – αλλά επειδή αλλάξαμε εμείς. Οι ανάγκες της αγοράς, οι μόδες της υγιεινής ζωής και η επιθυμία για “επιστροφή στη φύση” μετέτρεψαν τις ζωοτροφές του χθες σε ταμπέλες με λατινικά ονόματα και βιολογικά σήματα.
Η ειρωνεία είναι βαθιά: πολλές από αυτές τις τροφές έγιναν ακριβές και δυσεύρετες στις ίδιες τις περιοχές που τις παρήγαν. Οι ντόπιοι αγρότες που τις καλλιεργούσαν για τα ζώα, πλέον τις εξάγουν – και οι ίδιοι δεν τις τρώνε. Κάποτε θεωρούσαν ντροπή να πεις ότι τρως κινόα. Τώρα θεωρείται πολυτέλεια.