Έχει κάνει τον Έλληνα σε πολλές ελληνικές ταινίες αλλά δεν μίλαγε αυτός ελληνικά γιατί δεν ήταν Έλληνας αλλά Ισπανός
Ήταν ο Έλληνας που δεν μιλούσε ελληνικά.
Ήταν πάντα εκεί. Με το πλατύ του χαμόγελο, τα πονηρά του μάτια, τη βροντερή φωνή —τουλάχιστον στην ελληνική μεταγλώττιση— και το εντελώς αυθεντικό παρουσιαστικό του, που έμοιαζε βγαλμένο από τα βάθη της ηπειρώτικης ή της ρουμελιώτικης γης. Ήταν ο αψύς αγωνιστής του ’21, ο ευφυής αντάρτης του πολέμου, ο λαϊκός ήρωας που σήκωνε το τουφέκι ή χτυπούσε τη γροθιά στο τραπέζι και φώναζε «σήκω καημένε Έλληνα». Ήταν όλα αυτά, αλλά δεν ήταν Έλληνας. Ήταν Ισπανός. Και δεν μιλούσε ούτε λέξη ελληνικά.
Ο Φερνάντο Σάντσο, γεννημένος το 1916 στη Σαραγόσα, δεν είχε καμία σχέση με τα βουνά της Ηπείρου ή τα στενά των Δερβενακίων. Ήταν ένας σκληραγωγημένος Ισπανός ηθοποιός, με μεγάλη πείρα στα γουέστερν, κυρίως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Έγινε παγκοσμίως γνωστός από τις συμμετοχές του σε ισπανικές και ιταλικές ταινίες ως ο χαρακτηριστικός «κακός» ή «ήρωας» των σπαγγέτι γουέστερν. Όμως στην Ελλάδα, έγινε κάτι άλλο. Έγινε ο Έλληνας. Και αυτό, χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του στα ελληνικά.
Οι ελληνικές ταινίες εποχής και πολέμου, ειδικά τη δεκαετία του ’70, χρειάζονταν πρόσωπα στιβαρά, χαρακτήρες που να πείθουν ότι είναι βγαλμένοι απευθείας από το ’21 ή από το ’40. Ο Σάντσο είχε ακριβώς αυτό: την παρουσία, το σώμα, τη μορφή, ακόμα και το βλέμμα του ανθρώπου που θα μπορούσες να φανταστείς ως Κολοκοτρώνη, Σουλιώτη, αντάρτη ή χωρικό που σηκώνει το κεφάλι στον κατακτητή. Δεν χρειαζόταν να πει κάτι. Μιλούσαν τα φρύδια του, οι ώμοι του, το βλέμμα του. Και μιλούσαν για αυτόν οι ηθοποιοί της μεταγλώττισης.
Στην ταινία «Παπαφλέσσας», ήταν ο Δράμαλης. Στους «Σουλιώτες», πήρε τον ρόλο του Αλή Πασά. Στην «28η Οκτωβρίου, ώρα 5:30», έγινε ένας παθιασμένος Έλληνας που καλεί τους συγχωριανούς του σε αντίσταση. Το κοινό δεν γνώριζε ότι πίσω από εκείνη τη φωνή δεν υπήρχε ελληνική άρθρωση. Το στήσιμο, το ντύσιμο, το κάδρο, όλα ήταν τέτοια ώστε ο θεατής να μη χρειάζεται να ξέρει τίποτα άλλο πέρα από αυτό που έβλεπε. Έναν Έλληνα που πολεμάει, αγωνίζεται, θυμώνει και νικάει.
Και αν το καλοσκεφτείς, αυτό ήταν ίσως το πιο μαγικό κομμάτι της κινηματογραφικής ψευδαίσθησης. Ο Φερνάντο Σάντσο δεν προσποιούνταν πως είναι Έλληνας. Οι ταινίες απλώς τον έντυναν έτσι. Δεν προσπαθούσε να μιλήσει ελληνικά. Η φωνή του δεν ακουγόταν ποτέ. Όμως η παρουσία του είχε τόση αυθεντικότητα, που έκανε την καταγωγή του ασήμαντη. Έγινε το σύμβολο του «λαϊκού Έλληνα» όπως τον φανταζόταν το ελληνικό σινεμά των δεκαετιών εκείνων. Και αυτό από μόνο του είναι σχεδόν ποιητικό.
Από τις πληροφορίες που διασώζονται, δεν υπάρχουν μαρτυρίες για το πώς ο Σάντσο αισθανόταν για αυτές τις συμμετοχές του στον ελληνικό κινηματογράφο. Δεν έδωσε συνεντεύξεις στην Ελλάδα, ούτε είχε κάποια δημόσια σύνδεση με τη χώρα πέρα από τις ταινίες. Ωστόσο, το ελληνικό κοινό τον αγάπησε. Τον θυμάται. Ακόμα και σήμερα, πολλοί αγνοούν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν Έλληνας. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι είχε Ελληνίδα μητέρα ή κάποια μακρινή ελληνική ρίζα, χωρίς αυτό να έχει ποτέ αποδειχτεί.