Έσπειρε τρόμο, σκότωσε αμέτρητους, τελείωσε με μπάντζο και νοημοσύνη 12χρονου
Σκότωσε, βασίλεψε, τρομοκράτησε — και κατέληξε σε ένα κελί, παίζοντας μπάντζο και μιλώντας σαν παιδί.
Όταν κάποιος άκουγε το όνομα Αλ Καπόνε τη δεκαετία του ’20 στην Αμερική, η πρώτη εικόνα που του ερχόταν στο μυαλό δεν ήταν ενός ανθρώπου. Ήταν ενός τέρατος. Ένας αδίστακτος εγκληματίας, ένας άνθρωπος που καθιέρωσε τη βία ως εργαλείο επιβολής και την τρομοκρατία ως καθημερινότητα. Πίσω από τις βιτρίνες των νυχτερινών κέντρων του Σικάγο, μέσα σε αυτοκίνητα χωρίς πινακίδες και στο παρασκήνιο πολιτικών και αστυνομικών σχέσεων, ο Καπόνε διηύθυνε μια αυτοκρατορία αίματος, ποτού και απόλυτου φόβου. Και όμως, λιγότερο από δύο δεκαετίες αργότερα, εκείνος ο άνδρας καθόταν σε μια φυλακή, έπαιζε μπάντζο και είχε πνευματική κατάσταση που δεν ξεπερνούσε ενός παιδιού 12 ετών.
Ο Αλ Καπόνε δεν ήταν απλώς ένας αρχηγός της μαφίας. Ήταν ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος. Ο τρόπος με τον οποίο συνδύασε επιχειρηματικότητα, βία, επιρροή και πολιτική προστασία δεν είχε προηγούμενο. Κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, η αυτοκρατορία του παρήγαγε πάνω από 100 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ήλεγχε τα πάντα: ποτά, πορνεία, τυχερά παιχνίδια, προστασία, εκβιασμούς. Οι δολοφονίες ήταν εργαλείο. Οι απαγωγές, μέθοδος. Οι χρηματισμοί, ρουτίνα. Οι αντίπαλοι εξαφανίζονταν. Οι δικαστές σιωπούσαν. Οι αστυνομικοί έκλειναν τα μάτια. Ο Τύπος τον έκανε θρύλο, η κοινωνία τον φοβόταν, και η κυβέρνηση προσπαθούσε να τον αγγίξει — χωρίς επιτυχία. Μέχρι που μπήκαν οι φόροι στη μέση.
Το 1931, όχι για φόνο, όχι για οργάνωση εγκλήματος, αλλά για φοροδιαφυγή, ο Αλ Καπόνε καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλάκισης. Η δικαιοσύνη, μη μπορώντας να τον «πιάσει» για τα εγκλήματά του, τον έριξε στη φυλακή για κάτι που δεν μπορούσε να κρύψει: τα οικονομικά του. Ξεκίνησε την ποινή του στην Ατλάντα, όμως γρήγορα μεταφέρθηκε στο πιο αυστηρό σωφρονιστικό ίδρυμα της εποχής — το Αλκατράζ. Εκεί δεν υπήρχε πολυτέλεια, ούτε επαφές, ούτε δικηγόροι να κάνουν θαύματα. Ήταν απλώς κρατούμενος 85, με υποχρεώσεις, ρουτίνα και κανέναν σεβασμό από τους δεσμοφύλακες.
Κατά την είσοδό του στο Αλκατράζ το 1934, ο Καπόνε ήταν ήδη άρρωστος. Είχε προσβληθεί από σύφιλη χρόνια πριν και ποτέ δεν είχε υποβληθεί σε κατάλληλη θεραπεία. Η ασθένεια, σε προχωρημένο στάδιο, είχε αρχίσει να επιδρά καταστροφικά στο νευρικό του σύστημα. Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, η φυσική και πνευματική του κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά. Οι φύλακες παρατηρούσαν ολοένα και πιο συχνά περιόδους σύγχυσης, αδυναμία συγκέντρωσης, ξεσπάσματα πανικού και ακατανόητη ομιλία.
Την ίδια στιγμή, για να περνά την ώρα του και ίσως ως μορφή απόσπασης, γράφτηκε στη μουσική μπάντα της φυλακής. Έπαιζε μπάντζο. Όχι ως καλλιτέχνης, αλλά ως σκιά. Κάθε Σάββατο, οι κρατούμενοι της μπάντας έδιναν κλειστές συναυλίες για άλλους κρατούμενους στον προαύλιο χώρο. Ο Αλ Καπόνε, που κάποτε υπέγραφε θανατικές καταδίκες με ένα νεύμα, καθόταν ανάμεσα σε φτωχούς κλέφτες και μικροαπατεώνες και έπαιζε ρυθμούς μπάντζο σε αργή, επαναλαμβανόμενη κίνηση.
Όταν αποφυλακίστηκε το 1939, μετά από επτά χρόνια εγκλεισμού, η κατάσταση του ήταν μη αναστρέψιμη. Οι γιατροί εκτίμησαν ότι λειτουργούσε πνευματικά στο επίπεδο ενός 12χρονου παιδιού. Ήταν αδύναμος, σύγχυση τον κυρίευε συχνά, ξεχνούσε ποιοι ήταν γύρω του. Πολλές φορές καθόταν ώρες χωρίς να μιλά, κοιτώντας άδεια τοίχους. Μεταφέρθηκε στη βίλα του στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονωμένος. Πέθανε το 1947, σε ηλικία 48 ετών, όχι από σφαίρα ή μαφιόζικη εκτέλεση, αλλά από εγκεφαλικό επεισόδιο, με τον εγκέφαλο πια φθαρμένο από χρόνια νευροσύφιλης.