Πως η Γεωγραφική Θέση, το Χρώμα σου και η Ηλικία σου Παίζουν Ρόλο στη Νόσο του Κρον
Η νόσος του Κρον είναι πιο συχνή σε συγκεκριμένες Γεωγραφικές θέσης, φυλές και ηλικίες
Η νόσος του Κρον είναι μια χρόνια φλεγμονώδης πάθηση του εντέρου, που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Παρότι οι ακριβείς αιτίες της δεν είναι απολύτως κατανοητές, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει μια σειρά από παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισής της. Η γεωγραφική θέση, η φυλετική καταγωγή και η ηλικία αποτελούν τρεις βασικές μεταβλητές που φαίνεται να επηρεάζουν την πιθανότητα εκδήλωσης της νόσου και την ένταση των συμπτωμάτων.
Στις ανεπτυγμένες χώρες, η νόσος του Κρον εμφανίζεται με πολύ υψηλότερη συχνότητα σε σχέση με τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, τα περιστατικά έχουν αυξηθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής η πάθηση θεωρείται σχετικά σπάνια. Οι επιστήμονες συνδέουν αυτή την ανισορροπία με τη διατροφή, το περιβάλλον και τις συνθήκες διαβίωσης. Οι δίαιτες υψηλές σε επεξεργασμένα τρόφιμα και λιπαρά, το άγχος και η αστική ζωή μπορεί να είναι βασικοί παράγοντες που προδιαθέτουν κάποιον στη νόσο. Ωστόσο, ακόμα και μέσα στην ίδια χώρα, η διαφορά μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών είναι αισθητή, με τους κατοίκους των πόλεων να έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης της πάθησης.
Το χρώμα του δέρματος και η φυλετική καταγωγή αποτελούν έναν ακόμη καθοριστικό παράγοντα. Η νόσος του Κρον είναι συχνότερη στους Καυκάσιους, ειδικά μεταξύ των Ασκενάζι Εβραίων, όπου τα περιστατικά είναι σχεδόν διπλάσια σε σύγκριση με άλλες πληθυσμιακές ομάδες. Οι Αφροαμερικανοί, οι Ισπανόφωνοι και οι Ασιάτες εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά, αλλά τα τελευταία χρόνια σημειώνεται αύξηση των κρουσμάτων και σε αυτές τις κοινότητες. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το φαινόμενο αυτό οφείλεται εν μέρει στη γενετική προδιάθεση, αλλά και σε αλλαγές στον τρόπο ζωής, στη διατροφή και στην πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη.
Η ηλικία παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της νόσου. Αν και μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, οι περισσότεροι διαγιγνώσκονται μεταξύ 15 και 35 ετών. Η εφηβεία και η πρώιμη ενήλικη ζωή φαίνεται να είναι οι περίοδοι με τον υψηλότερο κίνδυνο, πιθανώς λόγω των ορμονικών αλλαγών, του άγχους και των αλλαγών στη διατροφή. Ωστόσο, υπάρχει και μια δεύτερη κορύφωση στην εμφάνιση νέων διαγνώσεων μεταξύ των 50 και 70 ετών, γεγονός που δείχνει ότι οι περιβαλλοντικοί και γενετικοί παράγοντες εξακολουθούν να παίζουν ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.