Η Coca-Cola απείλησε να φύγει από την Ατλάντα αν δεν πήγαινε ο κόσμος στην εκδήλωση, τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν σε δύο ώρες
Δεν ήθελαν να τιμήσουν τον Martin Luther King στην Ατλάντα. Μέχρι που μίλησε η Coca-Cola. Και ξαφνικά, όλα άλλαξαν.
Ήταν το 1964. Ο Martin Luther King Jr. είχε μόλις κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, ως ο ηγέτης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως η ίδια του η πόλη, η Ατλάντα, δεν ήταν έτοιμη να τον αγκαλιάσει.
Όταν ανακοινώθηκε ένα επίσημο δείπνο προς τιμήν του, η προσέλευση ήταν σχεδόν μηδενική. Οι επιχειρηματίες, οι πολιτικοί και οι τοπικοί παράγοντες της πόλης, στην πλειονότητά τους λευκοί και βαθιά συντηρητικοί, δίσταζαν. Ο King, για εκείνους, δεν ήταν ακόμα ήρωας. Ήταν ένας ταραχοποιός που προκαλούσε αναστάτωση.
Και τότε, εμφανίστηκε ένας άλλος άνθρωπος από την Ατλάντα. Ο J. Paul Austin, διευθύνων σύμβουλος της Coca-Cola, της μεγαλύτερης εταιρείας της πόλης — και ίσως της πιο αναγνωρίσιμης στον κόσμο.
Μπροστά στην αμηχανία και τη δειλία, μίλησε χωρίς περιστροφές:
«Εάν η Ατλάντα δεν μπορεί να τιμήσει έναν από τους μεγαλύτερους πολίτες της, τότε ίσως η Coca-Cola πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει αυτή την πόλη».
Η απειλή του δεν ήταν ρητορική. Ο Austin είχε τη δύναμη να το κάνει. Και όλοι το ήξεραν. Μέσα σε δύο ώρες από αυτή τη δήλωση, τα εισιτήρια για το δείπνο εξαντλήθηκαν.
Το δείπνο πραγματοποιήθηκε με την παρουσία των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της πόλης. Ήταν η πρώτη φορά που η λευκή ελίτ της Ατλάντα αναγνώρισε δημόσια τον Martin Luther King. Και ήταν χάρη σε μια παρέμβαση που δεν έγινε από πολιτικό, ακτιβιστή ή θεολόγο, αλλά από έναν διευθύνοντα σύμβουλο.
Ο ίδιος ο King, αργότερα, θα χαρακτήριζε εκείνο το δείπνο ως μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής του. Ήταν η στιγμή που η πόλη που τον γέννησε έπαψε να τον αγνοεί.
Η ιστορία αυτή έμεινε στις υποσημειώσεις. Σήμερα όμως, αποδεικνύει πως μερικές φορές, η αλλαγή δεν ξεκινά από τους δρόμους. Ξεκινά από ένα τραπέζι συνεδριάσεων.