Υπάρχουν άνθρωποι με μπερδεμένες αισθήσεις που αντιλαμβάνονται τις νότες ως χρώματα και τις λέξεις ως γεύσεις
Όταν οι νότες γίνονται χρώματα και οι λέξεις αποκτούν γεύση, ο κόσμος αποκαλύπτεται αλλιώς.
Σε έναν κόσμο που όλοι πιστεύουμε ότι αντιλαμβανόμαστε το ίδιο, υπάρχουν άνθρωποι που, όταν ακούν τη λέξη «Δευτέρα», νιώθουν τη γεύση του γιαουρτιού. Άλλοι, όταν ακούν την τονική νότα λα, τη βλέπουν να λάμπει σαν γαλάζιο φως. Αυτό δεν είναι ποίηση, ούτε ψευδαίσθηση. Είναι η συναισθησία, ένα σπάνιο και εντυπωσιακό νευρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο οι αισθήσεις αναμειγνύονται με απροσδόκητους τρόπους. Η μουσική γίνεται εικόνα, οι λέξεις έχουν υφή, οι αριθμοί έχουν προσωπικότητα. Μια πόρτα ανοίγει σε έναν εσωτερικό κόσμο όπου ο ήχος, η όραση, η αφή και η γεύση δεν είναι απομονωμένα, αλλά λειτουργούν σε ένα πολύχρωμο και πολυαισθητηριακό φάσμα.
Οι πρώτες αναφορές συναισθησίας εμφανίζονται ήδη από τον 19ο αιώνα, όταν επιστήμονες άρχισαν να καταγράφουν περιπτώσεις ανθρώπων που ανέφεραν ότι έβλεπαν γράμματα και αριθμούς με συγκεκριμένα χρώματα. Οι περισσότεροι αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία. Χρειάστηκαν δεκαετίες έως ότου η επιστήμη αρχίσει να εξετάζει σοβαρά το φαινόμενο. Η σύγχρονη νευροεπιστήμη επιβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται για φαντασίωση ή ψυχική διαταραχή, αλλά για έναν εναλλακτικό τρόπο επεξεργασίας αισθητηριακών ερεθισμάτων. Η συναισθησία εμφανίζεται σε διάφορες μορφές, με πιο συχνή τη γραφοχρωματική – όταν γράμματα και αριθμοί αντιστοιχίζονται αυτόματα με συγκεκριμένα χρώματα.
Μια άλλη εντυπωσιακή μορφή είναι η χρωματική μουσική συναισθησία, όπου οι νότες και οι ήχοι πυροδοτούν οπτικές εμπειρίες. Ορισμένοι βιώνουν μουσικά κομμάτια σαν κινηματογραφικά τοπία φωτός και χρώματος. Για αυτούς, το πιάνο δεν ακούγεται απλώς, αλλά «λάμπει» μπροστά τους. Ο συνθέτης Φραντς Λιστ λέγεται πως έλεγε στους μουσικούς του να «παίξουν λίγο πιο μπλε» ή «να προσθέσουν περισσότερο πορτοκαλί», ενώ ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ ανέφερε διαφορετικά χρώματα για κάθε νότα. Δεν ήταν μεταφορές, αλλά κυριολεκτικές εμπειρίες. Ο εγκέφαλος αυτών των ανθρώπων ενεργοποιεί περιοχές που συνήθως δεν δουλεύουν ταυτόχρονα – η ακουστική και η οπτική περιοχή συνεργάζονται, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που είναι δύσκολο να φανταστεί όποιος δεν το βιώνει.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η συναισθησία φτάνει σε ακόμα πιο ασυνήθιστα επίπεδα. Υπάρχουν άτομα που “γεύονται” τις λέξεις – κάθε ήχος τους αφήνει μια διαφορετική γευστική αίσθηση. Η λέξη «ψυγείο» μπορεί να φέρνει τη γεύση του μεταλλικού νερού, ενώ το όνομα «Μαρία» να θυμίζει φράουλα. Δεν είναι ελεγχόμενο ούτε μεταβλητό. Είναι αυτόματο, σταθερό και βιώνεται με τον ίδιο τρόπο κάθε φορά. Πολλοί συναισθητικοί αντιλαμβάνονται αυτές τις συνδέσεις ως εντελώς φυσικές. Ποτέ δεν ένιωσαν «διαφορετικοί», μέχρι να καταλάβουν πως οι υπόλοιποι δεν βιώνουν τον κόσμο όπως αυτοί.
Οι επιστήμονες ακόμα προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί συμβαίνει αυτό. Οι κυρίαρχες θεωρίες δείχνουν προς υπερσυνδέσεις στον εγκέφαλο – δηλαδή, περισσότερες συνδέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές αισθητηριακές περιοχές από ό,τι στον μέσο εγκέφαλο. Άλλοι υποστηρίζουν πως όλοι γεννιόμαστε με τέτοια διασταυρούμενα αισθητήρια, αλλά τα χάνουμε καθώς μεγαλώνουμε. Η συναισθησία, επομένως, θα μπορούσε να είναι ένα απομεινάρι ενός πρώιμου τρόπου αντίληψης του κόσμου.
Παρότι σπάνιο, το φαινόμενο δεν είναι τόσο σπάνιο όσο πιστευόταν παλιότερα. Υπολογίζεται πως 1 στους 2.000 ανθρώπους μπορεί να είναι συναισθητικός, και ο αριθμός ίσως να είναι μεγαλύτερος αν λάβουμε υπόψη μορφές πιο ήπιες ή δύσκολα ανιχνεύσιμες. Σε δημιουργικούς τομείς, όπως η μουσική, η συγγραφή και οι εικαστικές τέχνες, τα ποσοστά είναι σαφώς υψηλότερα. Πολλοί καλλιτέχνες που αγνοούσαν τον όρο, περιέγραφαν για δεκαετίες εμπειρίες που σήμερα αναγνωρίζονται ως συναισθησία.