Ήξεραν οι Αρχαίοι Έλληνες το ρύζι; Το έτρωγαν; Πως το έτρωγαν;
Οι Αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν το ρύζι, το ανέφεραν στα κείμενά τους, αλλά δεν το έτρωγαν όπως το γνωρίζουμε σήμερα
Η ερώτηση φαίνεται απλή, αλλά κρύβει μέσα της μια ιστορική διαδρομή γεμάτη εμπόριο, πολιτισμικές ανταλλαγές και παρεξηγήσεις. Οι περισσότεροι φαντάζονται το ρύζι ως ένα συστατικό που μπήκε στη διατροφή των Ελλήνων πολύ αργότερα, μέσω της επαφής με την Ανατολή ή μετά την Οθωμανική περίοδο.
Όμως η ιστορία της τροφής αυτής είναι παλαιότερη απ’ όσο νομίζουμε και φτάνει, έστω και με έμμεσους τρόπους, μέχρι την κλασική αρχαιότητα. Το ρύζι, ή όρυζα όπως αναφέρεται στα αρχαία ελληνικά κείμενα, ήταν γνωστό στους Έλληνες ήδη από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και πιθανότατα και νωρίτερα.
Οι πρώτες αναφορές στο ρύζι προέρχονται από τους Έλληνες συγγραφείς που ταξίδεψαν στην Ανατολή ή κατέγραψαν περιγραφές από εκστρατείες και εμπορικές συναλλαγές. Ο Θεόφραστος, μαθητής του Αριστοτέλη και θεμελιωτής της βοτανικής, αναφέρει το φυτό όρυζα ως υδρόβιο και χαρακτηριστικό της Ινδίας.
Οι Έλληνες γνώριζαν λοιπόν για την ύπαρξη του ρυζιού και κατανοούσαν τη διαδικασία καλλιέργειάς του, αν και δεν φαίνεται να το καλλιεργούσαν στην ελληνική χερσόνησο. Οι στρατιώτες του Αλέξανδρου είχαν δει ρύζι στις κατακτήσεις τους στην Ινδία και η αναφορά του ως τροφή που καταναλώνεται εκεί, πιθανότατα δημιούργησε το πρώτο πολιτισμικό αποτύπωμα του ρυζιού στον ελληνικό κόσμο.
Από αρχαιολογικής άποψης, δεν έχουν βρεθεί σαφείς αποδείξεις ότι το ρύζι καταναλωνόταν συστηματικά στην Ελλάδα κατά την αρχαιότητα. Δεν είναι όμως παράδοξο. Το κλίμα της Ελλάδας δεν είναι ιδανικό για την καλλιέργεια ρυζιού χωρίς την τεχνική γνώση και τα αρδευτικά έργα που αναπτύχθηκαν πολύ αργότερα.
Όμως η ένταξή του σε φαρμακολογικά ή εξωτικά κείμενα δείχνει πως το ρύζι ήταν γνωστό και ίσως έφτανε σε μικρές ποσότητες μέσω εμπορίου. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να χρησιμοποιούνταν κυρίως για ιατρικούς σκοπούς ή σε συγκεκριμένες τελετές, παρά ως βασικό είδος διατροφής.
Οι Ρωμαίοι, που υιοθέτησαν πολλά στοιχεία από την ελληνική κουλτούρα, περιγράφουν επίσης το ρύζι ως εξωτικό και ανατολίτικο προϊόν. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος κάνει λόγο για τις ιδιότητές του, ενώ η χρήση του εμφανίζεται ξανά σε κείμενα της ελληνιστικής περιόδου. Αυτό δείχνει ότι η εικόνα του ρυζιού ήταν παρούσα στα μυαλά των λογίων, έστω κι αν δεν είχε ακόμη περάσει στην καθημερινή κουζίνα του λαού. Το ρύζι εξακολουθούσε να θεωρείται προϊόν πολυτελείας ή περιέργειας, και όχι βασικό είδος όπως σήμερα.
Η μαγειρική των αρχαίων Ελλήνων βασιζόταν κυρίως σε δημητριακά όπως το κριθάρι και το σιτάρι, με το ψωμί και το χυλός να κυριαρχούν στο καθημερινό τραπέζι. Το ρύζι δεν είχε ακόμη θέση δίπλα στον τραχανά ή στις πίτες. Αν υπήρχε, θα ήταν μάλλον σε μορφή σκόνης ή σιτηρού που έμπαινε σε γιατρικά ή αναμίξεις. Αργότερα, στα βυζαντινά χρόνια, η διατροφή άρχισε να αλλάζει και να εμπλουτίζεται με νέα υλικά, και το ρύζι κάνει τότε πιο αισθητή την παρουσία του.
Ο Μεσαίωνας φέρνει πιο συχνή επαφή με τον αραβικό κόσμο και τις τεχνικές του, και μέσα από αυτά τα δίκτυα, το ρύζι περνά από τον ανατολικό κόσμο στις αγορές της Μεσογείου. Η καλλιέργειά του επεκτείνεται, και στην Οθωμανική περίοδο καθιερώνεται σε πολλές περιοχές, ενώ τότε αποκτά και τη θέση του στην ελληνική κουζίνα, με συνταγές όπως το γεμιστό, οι σούπες με ρύζι και τα γλυκίσματα τύπου ρυζόγαλου.