Η περίπτωση του κακοποιητή Απόστολου Λύτρα που σοκάρει το πανελλήνιο, έρχεται να επιβεβαιώσει μια ακόμη φορά ότι η Δικαιοσύνη μεροληπτεί υπέρ των «δικτυωμένων» και των επώνυμων, δίνοντας την εντύπωση ότι οι κακοποιητές μπορούν να βγουν λάδι αν έχουν τα σωστά… κονέ.
Τα social media έχουν πλημμυρίσει από αγανακτισμένα σχόλια για την απόφαση της δικαιοσύνης να αφεθεί άμεσα ελεύθερος ο γνωστός ποινικολόγος, Απόστολος Λύτρας, μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της γυναίκας του. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα για άλλη μια φορά ποδοπατείται μπροστά στα μάτια του λαού. Ο απλός πολίτης θα πληρώσει 30.000 αν κακοποιήσει ένα γατάκι, αλλά μια «φίρμα» της δικηγορίας που θα «μαυρίσει» στο ξύλο τη σύζυγό του, θα πει 1-2 δικαιολογίες και θα αφεθεί ελεύθερος.
Υπενθυμίζεται ότι το άκρως σοβαρό περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας αποκαλύφθηκε όταν στη μία τα ξημερώματα της Κυριακής (16/06), το ανδρόγυνο πήγε σε ιδιωτικό νοσοκομείο, καθώς η 37χρονη γυναίκα είχε υποστεί κακώσεις, για τις οποίες τόσο ο σύζυγός της όσο και η ίδια ισχυρίστηκαν ότι προκλήθηκαν από πτώση στις σκάλες.
Ωστόσο, ο γιατρός στην αναφορά του αλλά και στην κατάθεση που έδωσε αναφέρει ότι ρώτησε την 37χρονη εάν τα τραύματα προκλήθηκαν από τον άνδρα που την συνόδευσε στο νοσοκομείο και εκείνη απάντησε καταφατικά.
Η δικαιολογία που εμφάνισε ο κ. Λύτρας για την φρικτή πράξη του, είναι η κλασσική που εμφανίζουν όλοι οι κακοποιητές: ότι έχει ψυχολογικό πρόβλημα και ότι χρειάζεται βοήθεια για να… θεραπευτεί.
Την ίδια ακριβώς δικαιολογία είχε επικαλεστεί και ο 39χρονος δολοφόνος που μαχαίρωσε την 28χρονη Κυριακή έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων. Η άνανδρη πράξη του κ. Λύτρα μπορεί να μην έχει την ίδια βαρύτητα, αλλά με τη δικαιολόγηση του θύτη ξεκινούν τα μικρά εγκλήματα, μέχρι να γίνουν μεγάλα. Αντί να επικεντρώνεται η προσοχή στο πραγματικό θύμα, που είναι η γυναίκα του ποινικολόγου, ο κ. Λύτρας θυματοποιεί τον εαυτό του ως ψυχικά «άρρωστος», για να προκαλέσει τη συμπάθεια της κοινής γνώμης.
«Ομολόγησα την πράξη μου, ζήτησα συγγνώμη από τη σύζυγό μου που την υπεραγαπώ και τις τρεις κόρες μου. Δυστυχώς βρέθηκε σε μια κατάσταση που έγινε αυτό το περιστατικό. Κι εγώ ακόμα δεν μπορώ να δώσω εξήγηση. Όπως και εκείνη κατέθεσε δεν έχω υπάρξει ποτέ βίαιος. Θα κοιτάξω να δω με ποιον τρόπο μπορώ να θεραπευτώ, να ζητήσω βοήθεια» είπε στις πρώτες δηλώσεις του ο Απόστολος Λύτρας.
Άραγε έπρεπε πρώτα να αποκαλυφθούν στο πανελλήνιο οι άθλιες πράξεις του κ. Λύτρα, για να καταλάβει ότι χρήζει… βοήθειας; Και τόσα χρόνια γιατί δεν την αναζήτησε ποτέ; Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ποινικολόγος καταγγέλλεται ότι «σηκώνει χέρι». Όπως έχει γίνει γνωστό, ο Απόστολος Λύτρας, το 2017 ενεπλάκη σε ακόμα ένα επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας, καθότι φέρεται να είχε ξυλοκοπήσει την τότε σύζυγό του, ωστόσο για την υπόθεση αυτή φέρεται να είχε αθωωθεί στα δικαστήρια.
Το 2016 η αστυνομία έλαβε μία κλήση από το γραφείο του ποινικολόγου και στο σημείο μετέβη μηχανή της ομάδας Ζ. Εκεί βρήκαν μία γυναίκα, στην είσοδο της πολυκατοικίας, χτυπημένη στο πρόσωπο, η οποία κατήγγειλε τον Απόστολο Λύτρα για τον ξυλοδαρμό της.
Ο Απόστολος Λύτρας είπε ακόμα ότι «έχω χτίσει μια καριέρα και μια οικογένεια που έχει γίνει με πάρα πολύ κόπο». Δηλαδή έστειλε τη γυναίκα του στο νοσοκομείο και ακόμα ανησυχεί να μη χαλάσει η καριέρα του. Και στην τελική, αφού δηλώνει ψυχικά… ασθενής, δεν θα έπρεπε να του αφαιρεθεί η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος μέχρι να… θεραπευτεί και να δικαστεί;
Δυστυχώς όμως, στην Ελλάδα του 2024, το να είσαι μεγαλοδικηγόρος σημαίνει ότι δεν σε αγγίζει σχεδόν τίποτα. Ο μέσος πολίτης καταλαβαίνει από τη χαλαρή αντιμετώπιση της δικαιοσύνης, ότι ο κάθε επώνυμος και «πιασμένος» μπορεί να βιαιοπραγεί όπως θέλει, να προβάλλει τον ισχυρισμό ότι έχει ψυχολογικό θέμα και μετά να κυκλοφορεί ανενόχλητος. Αυτά ακριβώς τα απαράδεχτα παραδείγματα δίνει το κράτος και μετά… απορούμε γιατί εντείνεται το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες στον Απόστολο Λύτρα επιβλήθηκε μόνο ο περιοριστικός όρος να μην πλησιάζει τη σύζυγό του. Αναλυτικά οι όροι που επιβλήθηκαν στο Λύτρα είναι η υποχρέωση μετοίκισης από το κοινό σπίτι, όπου διαμένει με τη σύζυγο του, απαγόρευση να την πλησιάζει και υποχρέωση να παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα ψυχολογικής υποστήριξης.