Την απόφαση να επιστρέψει την υπόθεση του ΚΕΚΑΝΕΜ στο εφετείο πήρε ο Άρειος Πάγος, μετά την απόφαση που είχε παρθεί το 2015.
Η υπόθεση είχε να κάνει με το νομικό καθεστώς στο οποίο υπαγόταν η ΚΕΚΑΝΕΜ, η οποία ανήκε στην πρώην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και σε άλλους φορείς της Μαγνησίας και ζητά να ξαναγίνει η δίκη στο Μονομελές Εφετείο Λάρισας μετά από προσφυγή που άσκησε η Περιφέρεια Θεσσαλίας.
Όλα άρχισαν από το 2014 όταν ο διευθύνων σύμβουλος (πρώην νομαρχιακός σύμβουλος επί Απ. Παπατόλια) και επτά υπάλληλοι, που σήμερα εργάζονται στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, είχαν προσφύγει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου ζητώντας να λάβουν μισθούς που τους οφειλόταν, καθώς είχαν κάνει επίσχεση εργασίας διεκδικώντας δεδουλευμένα για το διάστημα μέχρι η ΚΕΚΑΝΕΜ να απορροφηθεί από την Περιφέρεια Θεσσαλίας.
Το Πρωτοδικείο ενέκρινε το αίτημα τους, και έτσι προχώρησαν σε αναγκαστική κατάσχεση λογαριασμών της Περιφέρειας για ποσό 442.000 € που τους οφείλονταν.
Η Περιφέρεια προσέφυγε στο Μονομελές Εφετείο Λάρισας ζητώντας το χρέος να επιμεριστεί και σε άλλα μέλη που συγκροτούσαν την παλιά ΚΕΚΑΝΕΜ, χωρίς να αναλάβει η ίδια εξ’ ολοκλήρου το οικονομικό βάρος της υπόθεσης. Το Μονομελές Εφετείο Λάρισας με την 191/2015 απόφαση του απέρριψε το αίτημα της Περιφέρειας, κρίνοντας ότι οι παραπάνω εργαζόμενοι θα πρέπει να λάβουν κανονικά τα χρήματα τους.
Η Περιφέρεια προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, ο οποίος με την 199/2019 απόφαση του ακύρωσε αυτή του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας και παραπέμπει το θέμα ξανά στην αίθουσα του ίδιου δικαστηρίου με άλλον δικαστή, επιδικάζοντας παράλληλα στην άλλη πλευρά δικαστικά έξοδα 1.000 €.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου η Περιφέρεια Θεσσαλίας είχε υποβάλει τόσο στο Πρωτοδικείο, όσο και στο Εφετείο ένσταση με τον ισχυρισμό ότι η ΚΕΚΑΝΕΜ δεν ήταν αμιγής επιχείρηση της τότε Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας, λόγω του ότι της άνηκε ένα ποσοστό 76,46% του μετοχικού της κεφαλαίου, ενώ τα υπόλοιπα ποσοστά ανήκουν σε διάφορους φορείς του νομού.
Το Εφετείο απέρριψε την ένσταση ως αβάσιμη, με τον Άρειο Πάγο να σημειώνει την ύπαρξη αντίφασης γιατί το κείμενο του νόμου αναφέρει ότι οι Περιφέρειες υπεισέρχονται από την έναρξη της λειτουργίας τους σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καταργούμενων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων ως προς τις επιχειρήσεις τους η αιτιολογική έκθεση αναφέρεται στην εισδοχή των Περιφερειών στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων, δημιουργώντας την εντύπωση πως οι Περιφέρειες ευθύνονται εξ ολοκλήρου με τις επιχειρήσεις που σύστησαν οι Νομαρχίες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως η παραπάνω ερμηνεία είναι λανθασμένη γιατί οι συσταθείσες από τις καταργούμενες Νομαρχίες επιχειρήσεις δεν καταργούνται συλλήβδην όλες.