Με την είσοδό μας στη πνευματική περίοδο της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου, ο πρόεδρος της ΝΙΚΗΣ, Δημήτρης Νατσιός, δημοσίευσε ένα υπέροχο άρθρο αφιερωμένο στη Βασίλισσα των Ουρανών, την Υπεραγία Θεοτόκο, όσο ετοιμαζόμαστε να τιμήσουμε στην εορτή της Κοιμήσεώς της.
Επιτέλους – θα έλεγε κανείς – κάποιος πολιτικός αρχηγός δίνει την πρέπουσα σημασία στο «Πάσχα» του Καλοκαιριού, τη μεγάλη θεομητορική εορτή που δεσπόζει στην καρδιά του θέρους, στην οποία ολόκληρη η πατρίδα μας πανηγυρίζει τη δόξα της Θεοτόκου, κυριολεκτικά από άκρη σε άκρη.
Τόσα χρόνια, δεν ακούμε τίποτε άλλο πέρα από τυπικές ευχές και απνευμάτιστες αερολογίες από α-χρίστιανους πολιτικούς που αντιμετωπίζουν αυτή την πνευματική περίοδο σαν φολκλορικό «πανηγυράκι». Μέσα στη κενοδοξία τους καυχιούνται για ένα σωρό άχρηστα κοσμικά ζητήματα και για το μεγαλύτερο καύχημα της ανθρωπότητας και της πατρίδας μας, στέκουν αδιάφοροι.
Ως βαθύς γνώστης της ελληνικής ιστορίας, ο κ. Νατσιός παραθέτει στο άρθρο του ένα υπέροχο απάνθισμα ιστορικών αναφορών σε ήρωες του γένους μας, που ευλαβούντο την Παναγία, που κατέφευγαν σε εκείνη πάνω στη δύσκολη ώρα, που βίωσαν θαύματα από τη Χάρη της.
Οι θερμές προσευχές του Κολοκοτρώνη προς την Πλατυτέρα των Ουρανών. Οι παρακλήσεις του Νότη Μπότσαρη μετά από κάθε μάχη. Το μαρτύριο της περίφημης Καρατάσαινας που η τελευταία της πνοή έφυγε δεμένη με την επίκληση στην Παναγία. Το τάμα του Καραϊσκάκη στην Παναγία την Προυσιώτισσα. Το θαύμα που γλύτωσε τον Κίτσο Τζαβέλα και το σπασμένο σπαθί που αφιέρωσε προς δόξαν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αυτά είναι μερικά ιστορικά «καρέ» που παραθέτει ο Δημήτρης Νατσιός για να δείξει πως ολόκληρος ο αγώνας για την Ελευθερία ήταν επισκιασμένος από την ευλογία της Παναγίας, όποτε οι Έλληνες απέβαλαν το σαράκι της διχόνοιας και στρέφονταν με ταπεινό φρόνημα στον Θεό.
Και η Υπέρμαχος Στρατηγός συνέχισε να πορεύεται στην κεφαλή του γένους μας και με τις θαυματουργικές παρεμβάσεις της να ανοίγει ασφαλείς δρόμους στους μετέπειτα αγώνες του Έθνους, όπως ο Μακεδονικός Αγώνας και το Έπος του ’40.
Το κλείσιμο του άρθρου του Δημήτρη Νατσιού, εκφράζει μια σκέψη που κάθε πιστός χριστιανός που αγαπά την πατρίδα του, έχει κάνει. «Σκέφτομαι ένας πρωθυπουργός της Ελλάδος να πήγαινε στις παρακλήσεις της Παναγίας, όχι με το αξίωμα, με αγήματα και τους τηλεοπτικούς δορυφόρους του. Μόνος, ταπεινά σαν τον Κολοκοτρώνη και να την παρακαλεί γονατιστός για το έθνος».
Βλέποντας το υπερφίαλο και υποκριτικό πνεύμα των «αρχόντων» του τόπου μας, μια τέτοια σκέψη μάλλον φαντάζει ουτοπική. Άλλα η ιστορία δεν έπαψε ποτέ να κάνει κύκλους και ο φιλότιμος Έλληνας δεν θα πάψει ποτέ να επιστρέφει μετανοημένος στη στοργική αγκαλιά της Παναγίας.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Δημήτρη Νατσιού:
«Σάν τήν καταστολισμένη νύφη, ἒτσι εἶναι ἡ Ἑλλάδα μάς γεμάτη ἀπὸ ἐκκλησίες, μοναστήρια καὶ ἐρημοκκλήσια τῆς Παναγίας, πνευματικὰ παλάτια τῆς ταπεινῆς αὐτῆς Βασίλισσας.
Στό καθένα ἀπό αύτὰ βρίσκεται τό σεβάσμιο εἰκόνισμά της, δεξιὰ ἀπὸ τήν Ὡραία Πύλη, μὲ τὸ γὺρτὸ κεφάλι της γιὰ ν’ ἀκούσει τὸν κάθε πόνο μας, τὴν κάθε χαρά μας. Πόσα δάκρυα στ’ ἄχραντα χέρια της, δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας!» (Κόντογλου).
Νηστεία της Παναγίας.
Έρχεται η «πανέκλαμπρος» -παπαδιαμάντειος η λέξη – ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Παναγίας της ελληνοσώτειρας. Ναι!! Θαύμα της Παναγίας είναι το ότι υπάρχουμε σήμερα ως λαός ιστορικός. Και θα έπρεπε η λεγόμενη «ηγεσία» του τόπου, εκείνη την ημέρα, να κάνει μετάνοιες μπροστά στο εικόνισμά της, ευχαριστώντας την για την μεσιτεία της υπέρ του Γένους. Αν ήταν ηγεσία ρωμαίικη… Σε κάθε κρίσιμη στιγμή του νεότερου εθνικού βίου, οι πρωταγωνιστές σ’ αυτήν, την Βασίλισσα των Ουρανών, προσφεύγουν.
Ο Κολοκοτρώνης ευλαβείτο πολύ την Παναγία. Στα 1821 ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την Τρίπολη. Στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις. Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε. Ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τράβηξαν γι’ αλλού. Ο Κολοκοτρώνης απέμεινε κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. Τι θα έκανε; Τι θα μπορούσε να κάνει ένας μονάχος, ολομόναχος; Το παν! Όταν φλογίζει την καρδιά του η φλόγα της πίστεως. Αλλ’ ας αφήσουμε τον ίδιο το Γέρο του Μοριά να μας τα διηγηθει: «Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου· ήτον μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς». Σίμωσε, έδεσε το άλογό του σ’ ένα δέντρο, μπήκε μέσα, γονάτισε:
— «Παναγιά μου, είπε, από τα βάθη της καρδιάς του, και τα μάτια του δάκρυσαν. Παναγιά μου, βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ἐμψυχωθοῦν. Έκανε το σταυρό του. Ασπάσθηκε την εικόνα της, βγήκε από το εκκλησάκι, πήδησε στ’ άλογό του κι έφυγε».
Διαβάζω για τον Νότη Μπότσαρη: «Τὸ παλιὸ οἰκογενειακὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, ποὺ κρατᾷ τὸ Χριστὸ ἀγκαλιά της, δὲν ἔλειπε ποτέ, ὅπως καὶ τὰ ὅπλα του ἀπὸ σιμά του. Στοὺς τελευταίους ἀγῶνες τοῦ Σουλίου ἐναντίον τοῦ Χουρσίτ, ἔπειτα ἀπὸ κάθε μάχῃ, ἀπὸ κάθε νίκη, ἀντὶ γιὰ τραγούδια καὶ χορούς, διέταζε συγκέντρωση τίς ἐκκλησιές, προσευχές, λειτουργίες, παρακλήσεις.
Στὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Μεσολογγίου, μιλῶντας καὶ γράφοντας εἶχε πάντοτε τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας στὸ στόμα του».
Η περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα και μάνα ηρώων. Συνελήφθη, κατά την καταστροφή της Νάουσας, τον Απρίλιο του 1822 και οδηγήθηκε, μαζί με πλήθος αιχμάλωτα γυναικόπαιδα στην Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε να αλλαξοπιστήσει. Αρνήθηκε. «Γι’ αὐτό», γράφει ο αυτόπτης Γάλλος Πουκεβίλ στην ιστορία του «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες». Εδώ, και δεν κάνω λάθος, διαβάζουμε Συναξάρι Νεομάρτυρος.
Ο Καραϊσκάκης ήταν πιστότατος, με ιδιαίτερο σεβασμό στην Ιερά Μονή Παναγίας της Προυσιώτισσας. Αφιέρωσε μάλιστα το ασημένιο κάλυμμα στην εικόνα της με τρία παράσημά του, αργυρά αστέρια, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, ο στρατηγός που ταλαιπωρούνταν από θέρμη (ελονοσία), έταξε στην Παναγιά να του χαρίσει την γιατρειά, ώστε να συνεχίσει τους ένδοξους αγώνες του για την απελευθέρωση του Γένους και θα την έντυνε με αργυρόχρυσο «πουκάμισο». Πράγματι, γιατρεύτηκε με θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας μας, κατά την παραμονή του στη Μονή.
Στη μάχη της Κλείσοβας στο Μεσολόγγι –του Ευαγγελισμού στα 1826– εχθρικό βόλι σπάζει στα δύο το σπαθί του Κίτσου Τζαβέλα, χωρίς να αγγίζει τον πολέμαρχο. Όλοι τότε είπαν πως ήταν θαύμα της Παναγίας. Κι ο Τζαβέλας αφήνοντας για μια στιγμή τη μάχη, πηγαίνει στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Προσκυνά ευλαβικά το εικόνισμα της Ευαγγελίστριας και της αφιερώνει τα κομμάτια απ’ το σπαθί του λέγοντας:
«Παναγιά μου, σήμερα ὅπου σὲ γιορτάζουμε, σοῦ ἀφιερώνω τοῦτο καὶ βόηθα τὰ παλληκάρια νὰ νικήσουμε τὸν ἐχθρό.» Η Θεοτόκος έστερξε στην παράκληση του Τζαβέλα και του χάρισε δοξασμένη νίκη.
Και σ’ όλους τους μετέπειτα εθνικούς αγώνες για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων πατρίδων στην Παναγία προστρέχουν οι αντρειωμένοι ήρωές μας. «Ἔκαμα χθὲς ἕνα τάμα εἰς τὴν Θεοτόκο Παρθένα, τὴν Πλατυτέρα νὰ βοηθήσει τὴν Μακεδονία μας», γράφει ο αετός της Μακεδονίας, Παύλος Μελάς, στην γυναίκα του Ναταλία.
Την 1η Φεβρουαρίου 1941, δημοσιεύτηκε διάλογος ενός συντάκτη του περιοδικού «ΖΩΗ» με τραυματίες πολέμου μες στο θάλαμο νοσοκομείου: «Ἐκεῖ πάνω, κύριε, ἔχουμε γίνει ἄλλοι ἄνθρωποι. Νὰ τὸ ξέρετε. Νὰ τὸ λέτε παντοῦ. Εἴμαστε τὰ παιδιὰ τῆς Παναγίας. Ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι μάνα καὶ προστάτιδά μας».
«Μέ βλέπετε;» μας λέει ένας νεαρός τραυματίας πολεμιστής, από το αντικρινό κρεβάτι. «Ἐγὼ δὲν ἤμουν θρῆσκος. Δὲν πίστευα σὲ θαύματα. Ἡ γριὰ μάνα μου θυμιάτιζε τὰ βραδάκια τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας κι ἐγὼ μέσα μου τὴν κορόϊδευα. Ἀλλὰ τώρα, ἂν μοῦ τὰ πεῖ ἄλλος αὐτά, θὰ τὸν θεωρήσω ἐχθρό μου. Σᾶς μιλάω ἴσια. Αὐτὰ ποὺ εἶδα ἐκεῖ πάνω στὴν Ἀλβανία, δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα, εἶναι χίλια θαύματα. Κάθε ὕψωμα ποὺ παίρνουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα. Κάθε μάχῃ, κάθε ἐξόρμηση δική μας, ἕνα θαῦμα. Κάθε μέρα πολέμου ποὺ περνᾷ, ἕνα μεγάλο θαῦμα. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας…». (Μερόπη Σπυροπούλου, «Στην εποποιϊα του 1940-41. Με πίστη», εκδ. «Αρχονταρίκι»).
Σκέφτομαι ένας πρωθυπουργός της Ελλάδος να πήγαινε στις παρακλήσεις της Παναγίας, όχι με το αξίωμα, με αγήματα και τους τηλεοπτικούς δορυφόρους του. Μόνος, ταπεινά σαν τον Κολοκοτρώνη και να την παρακαλεί γονατιστός για το έθνος…
Δημήτρης Νατσιός, Πρόεδρος Δημοκρατικού Πατριωτικού Κινήματος ΝΙΚΗ