Εισαγγελέας – Άσκηση ανακοπής απόφασης: Επιτέλους κάποιοι άξιοι εκπρόσωποι της ελληνικής Δικαιοσύνης επιχειρούν να ανακόψουν το ύπουλο σχέδιο των Σκοπίων για καθιέρωση και διδασκαλία «μακεδονικής γλώσσας» στα ελληνικά σχολεία. Μπορεί οι αντιδράσεις να καθυστέρησαν αρκετά και να είναι – δυστυχώς – μεμονωμένες και λιγοστές, άλλα καλύτερα αργά παρά ποτέ.
Η εισαγγελέας Πρωτοδικών Φλώρινας Αναστασία Καλαϊτζή την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς άσκησε ανακοπή κατά της ανεκδιήγητης απόφασης του Ειρηνοδικείου Φλώρινας που τον περασμένο Ιούλιο αναγνώρισε το σωματείο με την επωνυμία «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα». Πρόκειται για μια ΜΚΟ που προωθεί και φιλοδοξεί να διδάξει στην Ελλάδα μια ανύπαρκτη «μακεδονική γλώσσα» που ουσιαστικά αποτελεί μια βουλγαρική διάλεκτο η οποία δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία της Μακεδονίας.
Πέρα από την προώθηση μιας ψευδώνυμης γλώσσας, το «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα» που – δυστυχέστατα- αναγνωρίστηκε από την ελληνική Δικαιοσύνη, έχει ως δηλωμένους στόχους του την αναγνώριση «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα και την εισαγωγή των «Μακεδονικών» ως μάθημα σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια της Βορείου Ελλάδος. Και γι’ αυτό το όνειδος αλυτρωτισμού η κυβέρνηση επέλεξε να μην αντιδράσει καθόλου και να επικρατήσει εκκωφαντική σιωπή γύρω από το ζήτημα.
Εκεί φάνηκε σε όλο της το «μεγαλείο» η διπροσωπία των κυβερνητικών στελεχών, που πριν από τις εκλογές του 2019 είχαν κάνει προεκλογική «σημαία» την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και την «αντίθεση» τους προς την Συμφωνία των Πρεσπών και τώρα δεν είχαν το παραμικρό πρόβλημα στο να διδάσκεται η άθλια προπαγάνδα της «Μεγάλης Μακεδονίας» εντός της Ελληνικής επικράτειας.
Οπωσδήποτε η αναγνώριση του σωματείου των Σκοπίων αποτελεί μια πολιτισμική και γεωπολιτική «αυτοκτονία», καθώς η δράση του λειτουργεί σαν «Δούρειος Ίππος» ενάντια στην ιστορική αλήθεια και την πολιτισμική ενότητα της Βορείου Ελλάδος, και παράλληλα δημιουργεί προοπτική για περεταίρω ανιστόρητες και αλυτρωτικές αξιώσεις από τους Σκοπιανούς.
«Ασαφείς οι σκοποί του σωματείου»
Η εισαγγελέας Πρωτοδικών Αναστασία Καλαϊτζή διατυπώνει την άποψη πως η απόφαση αναγνώρισης του σωματείου παραβιάζει ευθέως τη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ ξεκάθαρα κάνει λόγο για προσπάθεια δημιουργίας μειονότητας από πλευράς των Σκοπίων.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της, το καταστατικό του σωματείου θεωρεί δεδομένη την αυθαίρετη θέση «ότι υφίσταται στα όρια της ελληνικής επικράτειας ως ομιλούμενη μια ξένη γλώσσα, η “μακεδονική”, οποία “ομιλείται ιδίως στις Περιφέρειες της Δυτικής Μακεδονίας, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας”».
Όπως διευκρινίζει η δικαστικός, ως «μακεδονική» αναγνωρίζεται η γλώσσα μόνο των πολιτών του κράτους της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. «Ο προσδιορισμός της γλώσσας “μακεδονική”, που αναφέρεται στη συμφωνία των Πρεσπών, μόνο περιγραφική ομοιότητα ενέχει με τη γεωγραφική περιφέρεια της Μακεδονίας, που αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με αυτήν, ως σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο, κατά κάποιους, ομιλούνταν στα γεωγραφικά όρια της Μακεδονικής Περιφέρειας της Ελληνικής Δημοκρατίας (…) Αφού στην Ελλάδα δεν υπάρχουν “Μακεδόνες” πολίτες, που ομιλούν αυτή τη γλώσσα, αλλά Eλληνες πολίτες, που ομιλούν την ελληνική γλώσσα, είναι πρόδηλο ότι οι ως άνω σκοποί του αναγνωρισθέντος σωματείου δεν είναι διόλου σαφείς, καθώς το καταστατικό του είναι αντικειμενικά πρόσφορο να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα και την εντύπωση ότι το αναγνωρισθέν σωματείο ενδεχομένως να επιδιώκει την προώθηση άλλου γλωσσικού ιδιώματος υπό τον τίτλο μακεδονική γλώσσα, μη υπαρκτού στην Ελλάδα…».
Ακόμα, η κα Καλαϊτζή υποστηρίζει πως από τη σκοπούμενη συστηματική καλλιέργεια μιας ξένης γλώσσας που αναγνωρίζεται από την ελληνική πολιτεία ως γλώσσα ενός ξένου κράτους που συνορεύει με την ελληνική επικράτεια, προκύπτει αντίθεση των επιδιώξεων του σωματείου με την ελληνική τάξη και ασφάλεια. Η δικάσιμος ορίστηκε για τις 2/2/2023.
Η υγιής και σθεναρή αντίδραση της κας Καλαϊτζή δίνει μια αχτίνα αισιοδοξίας μπροστά στο γκρίζο τοπίο του εθνομηδενισμού που έχει κυριαρχήσει στην ελληνική Πολιτεία. Ένα θλιβερό τοπίο με παγερά αδιάφορους θεσμούς που έχουν γίνει η «παιδική χαρά» για κάθε εθνικιστικό ιδεολόγημα γειτονικής χώρας και κάθε προπαγανδιστικό ψευδαφήγημα που στοχεύει στον έμμεσο ή άμεσο ακρωτηριασμό της Ελληνικής επικράτειας.