Επιτροπή Ανταγωνισμού: Εκφράζει ενστάσεις για την προσθήκη από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στο πρόσφατο νομοσχέδιο.
Πρόκειται για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/633 σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.
Η επιτροπή εκτιμά ότι περιορίζεται ο ρόλος της προκειμένου να μην παγιώνονται αθέμιτες εμπορικές πρακτικές με θύματα τους αγρότες.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού με ανακοίνωσή της υπενθυμίζει ότι συνεργάστηκε με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για το νομοσχέδιο που μόλις ψηφίστηκε και συγκεκριμένα για την οδηγία 2019/633, με στόχο να μην παγιώνονται αθέμιτες εμπορικές πρακτικές σε βάρος των αγροτών.
Σύμφωνα με αυτό το νομοσχέδιο, η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι αρμόδια αρχή εφαρμογής στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι αγοραστές επιτυγχάνουν κύκλο εργασιών, ανερχόμενο σε τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ και όταν το συνολικό μερίδιο αγοράς των 5 μεγαλύτερων αγοραστών ανά κανάλι διανομής ή εφοδιασμού ανέρχεται τουλάχιστον σε 50% της αγοράς.
Όπως αναφέρεται, χωρίς να έχει προηγουμένως συζητηθεί στη νομοπαρασκευαστική ή στη δημόσια διαβούλευση, και λίγο πριν κατατεθεί το νομοσχέδιο στη Βουλή, προστέθηκε εδάφιο β, στην παρ. 3 του άρθρου 5 του νομοσχεδίου, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται μία περαιτέρω σωρευτική προϋπόθεση για να υπάρξει αρμοδιότητα της επιτροπής.
Κατά την άποψη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η προσθήκη αυτή κατ’ ουσίαν αίρει πλήρως την αρμοδιότητα της ως αρχής επιβολής, διότι η ενεργοποίηση της αρμοδιότητας της επιτροπής αφενός περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις υποτροπής τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες λόγω προηγούμενης εφαρμογής της κρίσιμης διάταξης από το ΥπΑΑΤ, και αφετέρου προϋποθέτει την επιβολή προστίμου ανερχόμενου σε 1% του συνολικού κύκλου εργασιών.
Εκτιμάται ότι αυτό αντιτίθεται στη σκέψη 28 της Οδηγίας, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να ορίσουν αρχές επιβολής που θα εξασφαλίζουν την αποτελεσματική επιβολή των προβλεπόμενων απαγορεύσεων και οι οποίες θα δύνανται να ενεργούν αυτεπαγγέλτως.
Για παράδειγμα, ένας αγρότης στον οποίο επιβάλλονται αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, όπως π.χ. η μη πληρωμή του στα χρονικά περιθώρια των 30 ή 60 ημερών κατά περίπτωση που προβλέπονται από το άρθρο 3, παρ. 1 της Οδηγίας, από αγοραστή αλυσίδα σουπερμάρκετ μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων στο συγκεκριμένο κανάλι διανομής και το οποίο έχει κύκλο εργασιών ανερχόμενο σε τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ, δεν θα μπορεί να απευθυνθεί στην επιτροπή, ούτε η επιτροπή να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα, παρά μόνο εφόσον η συγκεκριμένη αλυσίδα σουπερμάρκετ έχει ήδη παραβεί το τελευταίο δεκαοκτάμηνο τις διατάξεις της ενσωματωμένης Οδηγίας και της έχει ήδη επιβληθεί πρόστιμο από το ΥπΑΑΤ ανερχόμενο τουλάχιστον σε 1% του συνολικού κύκλου εργασιών.
Η προσθήκη της προϋπόθεσης αυτής αποστερεί κατ’ ουσίαν την επιτροπή, η οποία διαθέτει ουσιώδεις ελεγκτικές εξουσίες και εκτενέστατη εμπειρία, από τη δυνατότητα ελέγχου, ιδιαίτερα ως προς επιχειρήσεις του μεγέθους που προαναφέρθηκε.
Η επιτροπή δηλώνει ότι προσέβλεπε σε μία ουσιαστική και συστηματική εφαρμογή της Οδηγίας 2019/633 σε συνεργασία με το υπουργείο, για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της, προς όφελος των αγροτών και της εθνικής οικονομίας.