Το Πόρισμα Γκολντάμερ (συστάθηκε μετά τις φονικές πυρκαγιές στο Μάτι), της ανεξάρτητης επιτροπής για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, κατέγραφε σε 150 σελίδες αναλυτικά τα δεδομένα σε ό,τι αφορά την πρόληψη και καταστολή των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.
Στο προσκήνιο έρχεται τις τελευταίες ημέρες το ο πόρισμα του καθηγητή Οικολογίας των Πυρκαγιών του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ Γιόχαν Γκόλνταμερ, με αφορμή της τρομερές φωτιές που κατέκαψαν τη χώρα μας την τελευταία εβδομάδα.
Το Πόρισμα Γκολντάμερ το οποίο επανέφερε στις προτάσεις του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, ασκώντας έντονη κριτική στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, κατηγορώντας τον πως αγνόησε το πόρισμα, την εφαρμογή του οποίου ζητά και η Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων.
Με εντολή του κ. Τσίπρα είχε άλλωστε συσταθεί η συγκεκριμένη επιτροπή υπό τον καθηγητή και επικεφαλής του Κέντρου Παγκόσμιας Παρακολούθησης Πυρκαγιών, Γκόλνταμερ, μετά την τραγωδία στο Μάτι με τους παραπάνω από 10ο νεκρούς.
Πόρισμα Γκολντάμερ: Δείτε το παρακάτω αναλυτικά
Όπως αναφέρει το news247.gr στην έκθεση των 150 σελίδων αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι στην πρόληψη δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας, μετείχαν 45 συναρμόδιοι φορείς χωρίς όμως να μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Σημειώνεται πως ο καθηγητής είχε συναντηθεί τον Ιούλιο του ’19 και με τον νυν πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο ίδιος δήλωνε τότε πως το πόρισμα αυτό “αποτελεί το προσχέδιο για τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε”.
Χαμένοι στη γραφειοκρατία
Στο πόρισμα αναφέρεται ως σημαντικό το γεγονός ότι η Δασική Υπηρεσία που είναι τυπικά επιφορτισμένη με τον συντονιστικό ρόλο στον τομέα της πρόληψης αδυνατεί να εκτελέσει πλήρως τα καθήκοντα της λόγω νομικού κενού. Στον τομέα της κατάσβεσης η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αλλά και εκεί δραστηριοποιούνται πολλοί φορείς, δεκαεπτά στον αριθμό, οι οποίοι υπάγονται σε έξι διαφορετικά υπουργεία και ασκούν 11 διαφορετικές αρμοδιότητες.
Σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπής, σημειωνόταν αύξηση του αριθμού των δασικών πυρκαγιών και των καμένων δασικών εκτάσεων στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80 και μετά.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι υπάρχει αύξηση του αριθμού των δασικών πυρκαγιών και των καμένων δασικών εκτάσεων στη χώρα από τη δεκαετία του ’80 και μετά, φθάνοντας μάλιστα τα 2.700.000 καμένα στρέμματα κατά τη δραματική χρονιά του 2007 -περίπου πενταπλάσια του μέσου όρου των τελευταίων σαράντα ετών. Επίσης, από τα στατιστικά στοιχεία, που παρουσιάζονται στην έκθεση, προκύπτει ότι 75% των καμένων εκτάσεων είναι από πυρκαγιές που ξεπερνούν τα 10.000 στρέμματα και αντιστοιχούν σε 4% του συνόλου των πυρκαγιών, δείχνοντας ότι υπάρχει σαφώς ένα πρόβλημα μεγάλων δασικών πυρκαγιών.
Καμία πρόληψη και τότε και τώρα
Όσον αφορά τους λόγους για την επιδείνωση του προβλήματος, σύμφωνα με το εν λόγω πόρισμα, σημαντικό ρόλο παίζει η αύξηση της ποσότητας της καύσιμης ύλης, εξαιτίας της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της ελλιπούς διαχείρισης των δασών λόγω περιορισμού των διαθέσιμων κονδυλίων, αλλά και η άνευ σχεδιασμού, οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη πολλών περιοχών.
Επιπλέον, διαπιστωνόταν αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης και εξάπλωσης πυρκαγιών στις παρυφές των αστικών περιοχών, των οικισμών της υπαίθρου, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των τουριστικών περιοχών. Τα περιστατικά της τελευταίας δεκαετίας και ιδιαιτέρως η καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018, καταδεικνύουν ότι η ανθρώπινη ασφάλεια και υγεία, ιδιωτικά και δημόσια αγαθά, καθώς και κρίσιμες υποδομές, βρίσκονται υπό την απειλή τέτοιων καταστροφικών πυρκαγιών, ανέφερε το πόρισμα.
Κάτι που επιβεβαιώθηκε στις πρόσφατες πυρκαγιές σε Βαρυμπόμπη, Εύβοια, Φωκίδα και Πελοπόννησο.
Όπως τονίζεται στο πόρισμα, οι αδυναμίες στο κομμάτι της αποτελεσματικής πρόληψης, μπορούν να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, “στην έλλειψη ενιαίου και κοινού σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας, στην απουσία εγκεκριμένων και τεκμηριωμένων τοπικών αντιπυρικών σχεδίων, στη δυσκολία να υιοθετηθεί η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων και επιστημονικών μεθόδων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, στην άναρχη και απρογραμμάτιστη δόμηση δασικών εκτάσεων και τη δημιουργία ζωνών μείξης δασών οικισμών γύρω από μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα. Επίσης, στην περιστασιακή ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών και την αναποτελεσματική οργάνωση του εθελοντισμού, αλλά και στη μεγάλη δυσαρμονία των κονδυλίων που διατίθενται για την πρόληψη σε σχέση με τα πολλαπλάσια κονδύλια που δαπανώνται για την καταστολή των πυρκαγιών”.
Για το θέμα της καταστολής, το πόρισμα της επιτροπής επισημαίνει ότι “τα αυξανόμενα κονδύλια της τελευταίας εικοσαετίας δεν οδήγησαν σε αντίστοιχη αύξηση στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του μηχανισμού”, ενώ “τα επί μέρους προβλήματα αφορούν τόσο τις δυνάμεις και τα μέσα (επίγεια, εναέρια), όσο και τον τρόπο συνεργασίας των φορέων μεταξύ τους”.
Η έκθεση πάντως καθιστά σαφές πως τα κενά υπερβαίνουν τον σχεδιασμό και την χρηματοδότηση και επεκτείνονται στα μέτωπα της εκπαίδευσης και της επιχειρησιακής δράσης.
Οι εμπειρογνώμονες αναφέρουν πως υπάρχει έλλειψη “επαγγελματικής” εκπαίδευσης του προσωπικού εμπλεκόμενων φορέων, η οποία συνοδεύεται από υπερβολική εξάρτηση από τα εναέρια μέσα πυρόσβεσης. Τονίζουν ακόμα ότι η Πυροσβεστική εφαρμόζει σε δασικές πυρκαγιές πρακτικές που κανονικά είναι χρήσιμες σε αστικές φωτιές.
Προτάσεις
Η επιτροπή είχε προτείνει την αντιμετώπιση των πυρκαγιών από την πολιτεία “ενιαία, μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου, και όχι με μεμονωμένες και ασύνδετες υπηρεσίες και δράσεις πρόληψης ή καταστολής. Ο συνολικός και ενιαίος σχεδιασμός θα πρέπει να αφορά την πρόληψη και καταστολή των πυρκαγιών, καθώς και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων σε μία λυσιτελή διαδικασία με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας όλων των παραγόντων που πρέπει να προστατευτούν (κοινωνία, οικονομία, περιβάλλον). Είναι ανάγκη να αξιοποιούνται οι νομοθετικές προβλέψεις, με την ενσωμάτωσή τους στον επιχειρησιακό σχεδιασμό στο πλαίσιο ενός ενιαίου εθνικού σχεδίου προστασίας και ασφάλειας από τις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου. Η αντιμετώπιση όλων των παραπάνω ζητημάτων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ενός επιστημονικού, συμβουλευτικού και συντονιστικού οργανισμού για τη συστηματική οργάνωση της διαχείρισης των Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου (ΟΔΙΠΥ) σε εθνικό επίπεδο. Ο οργανισμός αυτός θα πρέπει να λειτουργεί επιτελικά και συνεργατικά με τους άλλους αρμόδιους φορείς έχοντας ρόλο συμβουλευτικό, συντονιστικό και επιτελικό σε θέματα διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα και την αποστολή να σχεδιάζει, να παρακολουθεί και να δίνει ρυθμό στο επιχειρησιακό έργο της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου”.
Οι επιστήμονες της έκθεσης έκαναν σαφές ότι “χωρίς έναν τέτοιο μηχανισμό δεν θα είναι δυνατό να επιτευχθεί, ούτε η συνεχής και ουσιαστική προσπάθεια για την πρόληψη, ούτε το απαραίτητο κλίμα και πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς”.
Πόρισμα Γκολντάμερ: Οι προτάσεις του πορίσματος για τον ΟΔΙΠΥ:
- Δημιουργία του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης πυρκαγιών δασών και υπαίθρου που θα περιλάβει τον ενιαίο και κοινό σχεδιασμό μέτρων και δράσεων διαχείρισης των πυρκαγιών σε όλα τα επίπεδα διοίκησης με τη συμμετοχή και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων.
- Αναθεώρηση της διάρκειας και της έναρξης-λήξης αντιπυρικής περιόδου σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα και τις προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή.
- Δημιουργία ενός επιστημονικά τεκμηριωμένου εθνικού συστήματος εκτίμησης κινδύνου δασικών πυρκαγιών.
- Εξισορρόπηση της σχέσης και εξορθολογισμός των δαπανών μεταξύ πρόληψης και καταστολής των δασικών πυρκαγιών.
- Αξιοποίηση της χρήσης όλων των πόρων βάσει κεντρικού σχεδιασμού και με έμφαση στη βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας του συστήματος της δασοπυρόσβεσης.
- Διενέργεια κοινών ετήσιων και περιοδικών ασκήσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών για εξοικείωση των συμμετεχόντων όσον αφορά ρόλους και διαδικασίες (ειδικότερα με τους κανόνες εμπλοκής), για εκπαιδευτικούς σκοπούς (στο πλαίσιο πιστοποιημένης εκπαίδευσης) και για αξιολόγηση της ετοιμότητας των εμπλεκόμενων φορέων.
- Σε συνεργασία με την ΓΓΠΠ (ΕΥΔΕΑ), ανάπτυξη ενοποιημένου και κοινού συστήματος διοίκησης περιστατικών καταστολής των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου (NIMS/ICS) βασισμένο στις αρχές της επιχειρησιακής συνεργασίας, τη διάθεση και την αξιοποίηση των πόρων και των δυνατοτήτων (υπηρεσιών) όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
- Ανάπτυξη κεντρικού συστήματος αναφοράς ημερήσιας ετοιμότητας (αντιπυρική περίοδος) των εμπλεκόμενων φορέων σε θέματα αντιπυρικής προστασίας και συστήματος καταγραφής και χαρτογράφησης χρηματοδοτούμενων έργων πρόληψης (π.χ. ΟΤΑ).
- Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού με σκοπό την καλλιέργεια της αντίληψης ασφάλειας (από τις πυρκαγιές) και την ενίσχυση της εθελοντικής συμμετοχής των πολιτών στον κύκλο διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου.
Επιπλέον, μερικές ακόμα προτάσεις του πορίσματος ήταν:
- Τάχιστη ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάρτισης και θεσμοθέτησης των δασικών χαρτών και του δασολογίου και ανάκληση των ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στους ψηφισμένους νόμους (Ν.4280/2014 και Ν.4315/2014), οι οποίοι αυξάνουν την ένταση και τον αριθμό των χρήσεων που επιτρέπονται στα ελληνικά δάση.
- Άμεση επίλυση των χρόνιων προβλημάτων και τροποποίηση της δασικής νομοθεσίας όσον αφορά την αλλαγή χρήσης γης των εκτάσεων που χαρακτηρίσθηκαν ως ΑΔ (δασωθέντες αγροί) στο κτηματολόγιο, ώστε να μειωθεί η συνέχεια και το φορτίο της καύσιμης ύλης.
- Τροποποίηση της νομοθεσίας αναφορικά με τη διαδικασία αδειοδότησης για παρεμβάσεις στη φυσική βλάστηση εντός ιδιοκτησιών (γηπέδων, οικοπέδων κ.λπ.).
- Συμβολή των ΟΤΑ στη δημιουργία μιας κεντρικής και ενιαίας βάσης δεδομένων Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) Πολιτικής Προστασίας με τα μέσα, εργαλεία και προσωπικό όλων των εμπλεκόμενων φορέων που διατίθενται για επιχειρησιακή χρήση στη διαχείριση των πυρκαγιών.
- Νομοθετική ρύθμιση για την εκπόνηση από τους ΟΤΑ ολοκληρωμένων τοπικών σχεδίων αντιπυρικής προστασίας σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος και των πολεοδομικών τους συγκροτημάτων.
Πόρισμα Γκολντάμερ: Οι εγκαταλελειμμένες περιοχές αυξάνουν τον κίνδυνο πυρκαγιάς
Παρακάτω παραθέτουμε πρόσφατη συνέντευξη του καθηγητή Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ στην DW. Όπως τόνιζε, ο αυξημένος κίνδυνος δασικών πυρκαγιών δεν οφείλεται όμως μόνο στην κλιματική αλλαγή.
Ειδικότερα στην περιοχή της Μεσογείου, το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά σε πολλά μέρη ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης φυγής από την ύπαιθρο με μοιραίες συνέπειες.
Απαντώντας στο γιατί οι περιοχές που δεν φροντίζονται, αυξάνουν τον κίνδυνο πυρκαγιάς, έλεγε:
“Στα Βαλκάνια, την Ελλάδα και την Τουρκία η αστυφιλία συνεχίζεται ακάθεκτη. Η νέα γενιά μετακομίζει στις πόλεις για να βρει δουλειά και καλύτερη ποιότητα ζωής εκεί. Με τους νέους να απομακρύνονται, οι αγροτικές περιοχές γερνάνε. Τα χωριά και οι παλιοί οικισμοί σιγά-σιγά εξαφανίζονται. Αυτό σημαίνει ότι η παραδοσιακά πολύ εντατική χρήση της γης θα πάψει να υπάρχει εκεί. Στη γη που δεν καλλιεργείται, σταδιακά εμφανίζονται αγριόχορτα, θάμνοι, μεμονωμένα δέντρα και τέλος δάση, τα οποία παρέχουν στη φωτιά περισσότερη τροφή από τις εντατικά καλλιεργούμενες γεωργικές περιοχές ή βοσκότοπους. Εάν κάποιος θέλει να κάνει κάτι ενάντια στον κίνδυνο αύξησης των πυρκαγιών, θα πρέπει να εστίασει στη νότια Ευρώπη, στα μέτρα που αντισταθμίζουν την έξοδο από τις αγροτικές περιοχές”.
Τα φυσικά δάση κινδυνεύουν υπερβολικά
Είναι τα “φυσικά” δάση πιο ανθεκτικά σε ακραίες καιρικές συνθήκες και τη φωτιά;
“Σε ένα ανέγγιχτο δάσος υπάρχει μεγάλη ποικιλία ιθαγενών φυτών και εντόμων αλλά και πολύ νεκρό ξύλο. Σε περίπτωση καύσωνα ή πυρκαγιών, ένα τέτοιο δάσος κινδυνεύει εξαιρετικά. Προκειμένου να καταστούν τα δάση λιγότερο ευαίσθητα στη φωτιά, θα πρέπει να σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η φωτιά να βρίσκει λιγότερη τροφή εκεί και επομένως να μπορεί να ελεγχθεί ευκολότερα. Αυτό είναι δυνατό πάνω απ όλα μέσω της εντατικής γεωργίας και της ελεγχόμενης βοσκής στα δάση” απαντά ο Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ στη Deutsche Welle.
Πώς πρέπει όμως να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα;
“Μόλις βιώσαμε εξαιρετικά έντονες βροχοπτώσεις και πλημμύρες εδώ στη Γερμανία. Επιπλέον, υπάρχουν ακραία φαινόμενα ισχυρών ανέμων, συμπεριλαμβανομένων των ανεμοστρόβιλων που δεν είχαμε ποτέ πριν ή μεγάλες εποχές ξηρασίας και πυρκαγιών. Φυσικά, όλα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στα δάση. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο πρέπει να αποχαιρετήσουμε την εικόνα που είχαμε για τα δάση, όταν κάποτε μπορούσαν να αναπτυχθούν σε ένα πολύ ισορροπημένο κλίμα, στο οποίο τέτοια ακραία φαινόμενα δεν εκδηλώνονταν ή εκδηλώνονταν σπάνια. Εάν στο μέλλον έχουμε γενικά κλιματολογικές συνθήκες όπως στη Μεσόγειο ή στις υποτροπικές περιοχές, τότε θα πρέπει να κοιτάξουμε τα δάση εκεί. Πώς είναι; Είναι εξίσου πυκνά, ψηλά και πλούσια σε βιομάζα όπως τα δάση ερυθρελάτης, ελάτης και της οξιάς μας; Οχι! Πρόκειται για ανοιχτά δάση με σχετικά λίγα δέντρα. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν περισσότερο έδαφος να αναπτυχθούν, περισσότερο νερό ενώ οι ρίζες τους απλώνονται πιο βαθιά. Κι αυτή η ανθεκτικότητα τα βοηθα απένανατι σε ακραίες ξηρασίες και ανέμους” κατέληγε ο καθηγητής στο περίφημο πόρισμά Γκολντάμερ.