«Η Ελλάδα έγινε ένα παζάρι που πουλιούνται όλα, σε όποιον θέλη να το αγοράση! Καταντήσαμε να μην έχουμε απάνω μας τίποτα Ελληνικό, από το σώμα μας ίσαμε το πνεύμα μας. Το μασκάρεμα άρχισε πρώτα από το πνεύμα, και ύστερα έφθασε και στο σώμα. Περισσότερο αντιστάθηκε σε αυτή την παραμόρφωση ο Λαός και βάσταξε κάμποσο, μα στο τέλος τον πήρε το ρεύμα και πάει και αυτός… Μάλιστα είναι χειρότερος από τους γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τα φερσίματα και τις κουβέντες που βλέπει στον κινηματογράφο, έγινε αφιλότιμος και αδιάντροπος. Ενώ πρώτα ξεχώριζε από άλλες Φυλές, γιατί ήταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα έγινε αγνώριστος!».
Αυτό είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα της σοφίας του μεγάλου μας λογοτέχνη και αγιογράφου, Φώτη Κόντογλου, που σαν σήμερα, στις 13 Ιουλίου του 1965, έκλεισε τα μάτια του και ταξίδεψε για την ουράνια πατρίδα. Πέθανε στον «Ευαγγελισμό» από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που του συνέβη 2 χρόνια νωρίτερα.
Ο κυρ Φώτης μας, είναι ένας σύγχρονος άγιος των γραμμάτων και των τεχνών, πανάξιος συνεχιστής του Παπαδιαμάντη, άλλα με εντελώς δικό του, ξεχωριστό ύφος και ιδιοσυγκρασία.
Σε όλη του τη ζωή ο Κόντογλου υπήρξε θερμός κήρυκας και υπερασπιστής της ελληνικής παράδοσης. Έθεσε ως κέντρο της ζωής του οποιαδήποτε αξία είχε γνήσια ελληνική ταυτότητα και η τέχνη του ήταν διαποτισμένη με την παράδοση του Βυζαντίου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν ο μεγάλος λόγιος και καλλιτέχνης της Ρωμιοσύνης που έκανε επανάσταση με λιτές αλήθειες, όταν το καλλιτεχνικό ρεύμα της εποχής του βασιζόταν στη φανφάρα και τον μιμητισμό.
Ο Κόντογλου μιλούσε στις καρδιές των Ελλήνων άμεσα, ταπεινά και με απέριττο λόγο. Δεν τον ένοιαζε να εντυπωσιάσει, άλλα να αφυπνίσει. Διαβάζοντας τα κείμενά του, θαυμάζει κανείς ακόμη και σήμερα το πόσο απροσποίητη και φυσική φαίνεται η γραφή του.
Του άρεσε να ταυτίζεται με τον Ροβινσώνα Κρούσο, ένα αγαπημένο του μυθιστόρημα, που του θύμιζε συμβολικά πως οι άνθρωποι που δεν εγκαταλείπουν τα ιδανικά τους, μοιάζουν με απομονωμένους ναυαγούς που μάχονται να επιβιώσουν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του κόσμου.
Αυτόν τον αγώνα έδινε καθημερινά ο κυρ Φώτης, μαχόμενος για πατρίδα, για ορθόδοξη Πίστη, για παράδοση, για επιστροφή στις ρωμαίικες ρίζες μας, για να μην καταντήσουμε «παλιοψάθα των εθνών» όπως έλεγε ο αείμνηστος Μακρυγιάννης.
«Ο κόσμος τραβά τον δρόμο του και δεν σκοτίζεται από κηρύγματα. Κι αν δώσει προσοχή και κανένας στα γραψίματά μας, μπορεί να θυμώσει που χαλάσαμε την ησυχία του, και να πει πως είμαστε υποκριτές, ψευτογιασμένοι, κουκουβάγιες που βγαίνουνε από τα χαλάσματα του παλιού καιρού. Σήμερα οι άνθρωποι είναι τέτοιοι, που μήτε το κήρυγμα του αγίου Κοσμά του Αιτωλού δεν θάκανε τίποτα. Λοιπόν, ας το πάρουμε απόφαση. Το κακό δεν περιορίζεται πια με τίποτα, με κανένα τρόπο, με καμμιά δύναμη. Όσοι μιλούνε και γράφουνε για να φέρουνε στον ίσιο δρόμο τους πολλούς που ξεστρατίσανε, ας ξέρουμε πως δέρνουνε τον αγέρα, είναι «αέρα δέροντες», που έλεγε και ο απόστολος Παύλος. Και άγιος να είναι αυτός, που συμβουλεύει, πάλι δεν θάβρει αυτιά για ν’ ακούσουνε τη φωνή του, όχι άνθρωποι σαν εμάς, που έχουμε οι ίδιοι ανάγκη από δασκάλεμα.
Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία. Ας μην περιμένουμε πια τίποτα καλύτερο, θα πηγαίνουμε ολοένα στα χειρότερα. Ανήφορος πια δεν υπάρχει. Μοναχά κατήφορος. Όσοι έχουνε μέσα τους τον φόβο του Θεού, αυτοί οι λίγοι θ’ απομείνουνε, «το μικρόν ποίμνιον» που είπε ο Χριστός. Κι αν γράφουμε, γι’ αυτούς γράφουμε και για τους ίδιους τους εαυτούς μας που κιντυνεύουμε να αρπαχτούμε από τα δίχτυα πούναι μπλεγμένοι εκείνοι που θέλουμε να δασκαλέψουνε…
…Ποιός φταίγει γι’ αυτή την κατάσταση; Όλοι μας. Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατήντησε. Όλοι δουλέψαμε για να χτισθεί τούτος ο τερατώδικος πύργος του Βαβέλ. Αλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθητες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθά τους που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός πύργος του Βαβέλ ρήμαξε κι εξαφανίσθηκε. Μα τούτος θα στέκεται ασάλευτος, κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλόν, με σκοπό να χτυπήσουνε τον Θεό. Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι’ αύτη την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θάρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελλός. Κατά μεν τη δική του γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. Ποιός από τους δυο έχει δίκιο, μοναχά ο Θεός το γνωρίζει. Αυτό το τρέξιμο δεν θα πάψει ως την τελευταία μέρα, που θα λάμψει η αλήθεια και θα δικαιωθούνε όσοι την πιστέψανε σωστά, και μαρτυρήσανε γι’ αυτή και εμπαιχτήκανε γι’ αυτή».
Τόσο σοφά και τόσο προφητικά λόγια που εντυπωσιάζουν με το πόσο επίκαιρα ακούγονται. Λόγοι ρεαλιστικοί, ίσως και απαισιόδοξοι θα μπορούσε να πει κανείς, άλλα όχι, κρύβουν τον κόπο και την αγωνία ενός ταπεινού εργάτη του πνεύματος που καταθέτει ανθρώπινα την αγωνία του για έναν κόσμο που τρέχει προς τον γκρεμό, και στις μέρες μας πολύ περισσότερο. Απόδειξη του ότι οι λόγοι του Κόντογλου κόβουν σαν «νυστέρι» και ενοχλούν το κατεστημένο ακόμα και σήμερα, είναι ότι πρόσφατα παραποίησαν γραπτά του κάποιοι ανίδεοι κονδυλοφόροι για να εξυπηρετήσουν κάποιες άθλιες πολιτικές τους σκοπιμότητες.
Αυτός είναι ο θησαυρός της Ελλάδας που λέγεται Φώτης Κόντογλου, πάντοτε διορατικός και πάντοτε επίκαιρος. Ένας θησαυρός που η ξενομανία μας τον έκρυψε στο ευρύ κοινό για κάποιες δεκαετίες, άλλα σήμερα βλέπουμε με μεγάλη χαρά τα βιβλία του να εκδίδονται ξανά και να γίνονται ανάρπαστα, ακόμα και από τη νέα γενιά που ζητά να τον ανακαλύψει.
Κατ’ επιθυμίαν του Φώτη Κόντογλου τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Μονή Αγίου Εφραίμ της Νέας Μάκρης, όπου εκεί αναπαυόταν και εν ζωή αποζητώντας την ψυχική ανάταση δίπλα στον Άγιο Εφραίμ του οποίου την εικόνα είχε φιλοτεχνήσει ο ίδιος.