Το εμβόλιο για τον κορονοϊό μας προστατεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό, ωστόσο παραμένει ένα ποσοστό που νοσεί με Covid-19.
Τι απαντούν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ για το ότι πολίτες που είναι εμβολιασμένοι για τον κορονοϊό, είναι πιθανό να νοσήσουν από τον Covid-19, έστω και με πολύ ηπιότερα συμπτώματα από όσους είναι ανεμβολίαστοι;
Ουσιαστικά τα εμβόλια προσφέρουν έναν φυσικό τρόπο προστασίας από πιθανή λοίμωξη από παθογόνα, εκμεταλλευόμενα τους μηχανισμούς της επίκτητης ανοσίας.
Για την ακρίβεια, τα εμβόλια εκπαιδεύουν το ανοσοποιητικό σύστημα να αντιμετωπίζει έγκαιρα τους εισβολείς πριν αυτοί προκαλέσουν σημαντικό πρόβλημα. Κανένα, όμως, εμβόλιο δεν μπορεί να προσφέρει 100% προστασία σε όλους τους ανθρώπους, όπως αναφέρουν οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ).
Οι καθηγητές εξηγούν ότι από τη μία δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να χτίσουν ανοσολογική απάντηση με την ίδια αποτελεσματικότητα, από την άλλη η όποια ανοσολογική απάντηση είναι πεπερασμένη στην ισχύ της. Όπως για παράδειγμα ένας στρατός μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό εισβολέων σε μία χρονική στιγμή, με τον ίδιο τρόπο το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό ιών σε μία χρονική στιγμή.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πιθανότητα να είναι επιτυχής η εισβολή του ιού μπορεί να μη μηδενίζεται αλλά μειώνεται δραματικά με τον εμβολιασμό.
Η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος μετά από έκθεση στον ιό 14 ημέρες αφού έχει λάβει και τις δύο δόσεις των εμβολίων που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι μέχρι τρεις φορές μικρότερη από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί. Στη συνέχεια, αφού μολυνθεί ένας εμβολιασμένος, η πιθανότητα να νοσήσει βαριά είναι μειωμένη κατά οκτώ φορές από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται για τον εμβολιασμένο σε μία εξαιρετικά μικρότερη πιθανότητα να καταλήξει στο νοσοκομείο, σε ΜΕΘ ή να πεθάνει εξαιτίας της λοίμωξης με τον ιό.
Στο παραπάνω παράδειγμα αν δεν είχε πραγματοποιηθεί εμβολιασμός ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν τουλάχιστον τρεις φορές υψηλότερος (χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν ότι οι εμβολιασμένοι έχουν πολύ μικρότερη πιθανότητα να μεταδώσουν τον ιό όταν κολλήσουν και άρα ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν κατά πολύ υψηλότερος αν δεν είχε γίνει ο εμβολιασμός).
Συνεπώς αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχουμε δραματική μείωση καταρχήν στον αριθμό των κρουσμάτων. Επιπλέον, αυτό το 40% των εμβολιασμένων που έχουν μολυνθεί έχουν, ωστόσο, σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά, συνεπώς πολύ λίγοι από αυτούς θα οδηγηθούν σε νοσοκομεία, Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ή θα καταλήξουν.
Εν τέλει ανοσία ακόμα και από το πιο ισχυρό εμβόλιο, δεν είναι εφικτό να επιτευχθεί στο 100%. Συνεπώς, η διαρκής έκθεση σε υψηλά ιϊκά φορτία, δηλαδή οι επαφές πολύ υψηλού κινδύνου, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μόλυνση ακόμα και τους πλήρως εμβολιασμένους με ισχυρή ανοσολογική απάντηση.
Για αυτό ακριβώς οι δύο καθηγητές τονίζουν ότι οι εμβολιασμένοι στις δραστηριότητες πολύ υψηλού κινδύνου θα πρέπει να διατηρούν τα μέτρα ατομικής προστασίας και προσωπικής υγιεινής, ιδίως όταν πρόκειται για ευπαθείς ομάδες.
Διαβάστε επίσης:
Κορονοϊός – εμβόλια: Πότε θα κάνουμε την τρίτη δόση
Άρης: Οι Άγγλοι επικαλούνται το Sportime για τη μεταγραφή του Μούτο
Πετσέτα θαλάσσης Sportime: πράγματα που οπωσδήποτε πρέπει να βάλεις στην βαλίτσα σου μαζί με αυτήν